Βρισκόμαστε κάπου στο 1996, αρχές καλοκαιριού.
Όχημα ένα daxάκι, παρτάλι, αλλά με τα όΥλα του! Ξέρετε, πινακίδα, φλας, φωτά κλπ παρελκόμενα.
Να τονίσω πως κόντρα στο κατεστημένο της Πάτρας ο ξάδερφος διέθετε και κράνος, εγώ όχι![]()
Ήτανε Σαββατόβραδο (όπως λέει και το λαϊκόν άσμα) και είχαμε κανονίσει να βρεθούμε για πιόμα :a51: σε ένα μαγαζί στην Παντάνασσα, Τρελή ροδιά το έλεγαν.
Μετά τα σχετικά πιόματα αποφασίζουμε (κατά τις 0200 το πρωί) να κάνουμε μια κοινωνικήεπίσκεψη στον φίλο μας τον Ιάσωνα!
Πάμε λοιπών στο σπίτι του, τον ξυπνάμε και αφού ακουσαμε τα σχετικάαράζουμε, μουσικούλα κλπ.
H ώρα πάει 0400 όπου ο άνθρωπος μας διώχνει κακήν κακώς για να κοιμηθεί.
- Τι θα κάνουμε; Μου λέει ο Σάκης.
- Τι, τι θα κάνουμε του λέω, πάμε σπίτι μου για ύπνο γιατί αύριο έχουμε και πρόβα! (κάθε σωστή παρέα εφήβων επιβάλετε να έχει και ένα συγκρότημα)
- Ρε μαλάκα, από τώρα θα πάμε για ύπνο; Μου λέει ο 6αδερφος (στο μεταξύ έχουμε φτάσει σπίτι μου)
- Αστο του λέω, πάμε πάνω να πάρουμε κανα ρούχο (καλοκαίρι μεν χάραμα και ψυχρά δε), πάμε κι όπου μας βγάλει το daxακι.
Ντυνόμαστε σαν κρεμμύδια και ξεκινάμε προς Ρίο μεριά. Ο δρόμος μας βγάζει τελικά στο πορθμείο.
- Λες; μου λέει
- φύγαμε του απαντάω
Πάμε βενζινάδικο, φεριμπότ και περνάμε Αντίρριο.
Η διαδρομή με το daxακι μες στο σκοτάδι και το κρύο φάνηκε ταξίδι ολόκληρο
Τελικά μετά από έναν αιώνα και κάτι, φτάσαμε στην Ναύπακτο όπου και ήπιαμε έναν ωραιότατο ελληνικό καφέ με θέα το λιμανάκι και τον Ήλιο να ανατέλλει.