Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω την έζησα το 1996 ή ΄97 –δε θυμάμαι ακριβώς- όμως ξεκινάει το 1995…
Το 1995 όπου ήμουν φαντάρος στο Ρέθυμνο και είχα γνωρίσει μερικά «καλά» παλληκάρια από το Περιστέρι, τόπο της γεννήσεώς μου και μάλιστα με δύο από αυτούς ήμασταν και μαζί στο νηπιαγωγείο όντας γείτονες τότε.
Το Στέφανο και το Νίκο λέω.
Κάναμε αρκετή παρέα στο στρατό, 2 μήνες στο Ρέθυμνο και άλλους 2 στα Γιάννενα και είχα ενημερωθεί για τα «έξω» κατορθώματά τους.
Πάνκ μαλλί, άρβυλο, στενό τζήν, τσάντες, παπάκια, τσαμπουκάδες και κάνα «γάρο» συχνά-πυκνά.
Όταν χώρισαν τα στρατόπεδά μας –άλλος για Χίο τράβηξε και άλλοι για Κώ… κράτησα τηλέφωνά τους δεν πήρα όμως κανέναν ποτέ.
Σε ένα ταξίδι μου το 1997 στην Αθήνα, τις εποχές που ψαχνόμουν για την μόνιμη πλέον μετοίκησή μου εδώ, είμαι με την πάπια μου σε φανάρι στη Θηβών (άκρανος of course) και τρώω μια σφαλιάρα στο σβέρκο όπου μου έφυγε η ούγια μεγάλε!!! Γυρνάω και βλέπω το Στέφανο τον οποίο γνώρισα με μιάς ασφαλώς!
- Ρε μαλάκαααααααα!!!! τί κάνεις εδώ ρε Χιώτη???
- Που σαι ρε ΑΣΜίιιιιιιι!!!!
- Κάνε δεξιά ρε ποντίκι να τα πούμε…
..να μη πολυλογώ, δώσαμε ραντεβού για το βράδυ κατά τις 10 στο «σχολείο» όπου θα ήταν και άλλα καλόπαιδα-φίλοι του και θα πίναμε καμιά μπύρα να τα πούμε.
Είχε πάρει την αναβολή του όπως «προβλεπόταν», δεν δούλευε, ζούσε με τη μάνα και τα αδέρφια του και ο Νίκος… ο Νίκος ήταν «μέσα» για μικροκλοπές.
..εν τω μεταξύ εγώ είχα ραντεβού το απογευματάκι με ένα ξαδερφάκι μου στο Μπουρνάζι να τα πούμε.
Φτάνω λοιπόν στο καφέ κατά τις 18:00 και περιμένω…περιμένω… ο ξάδερφος όμως πουθενά. Κινητά ακόμα δεν είχαμε. Κάποια στιγμή σκάει ο ξάδερφος με την πάπια του αλαφιασμένος και έρχεται προς το μέρος μου.
- Άσε μαλακα, βούτηξαν το δύο ημερών παπί του κολλητού μου και πρέπει να φύγω!
- Από πού ρε?
- Εδώ πιο πάνω, στη Θηβών! Γ@μησέ τα! Δύο μέρες ρε το έχει και του το φαγαν τα τσογλάνια!
- Περίμενε, έρχομαι μαζί σου…
Πάμε που λές και βρίσκουμε τον κολλητό του ξαδέρφου, μπλα μπλα μπλα μπλα…
- Μισό ρε (τους λέω) πάω στο καρτοτηλέφωνο κι έρχομαι! Μη το κουνάτε από δώ! Με κοίταζαν σαν ζόμπι και καλά από πού μας ήρθε τούτος δώ!
Είχα μια ηλεκτρονική ατζέντα τότε πάντοτε μαζί μου με χιλιάδες χρήσιμα μα και… «άχρηστα» τηλέφωνα. Μέσα στα δεύτερα –ως τότε- ήταν και του Στέφανου.
01 57…….
- ναι, γεια σας, το Στέφανο παρακαλώ
- ποιος τον ζητάει? Δεν είναι εδώ
- Ένας φίλος του από το στρατό
- Όνομα δεν έχετε? Τι τον θέλετε?
- Να… τον είδα το μεσημεράκι στο δρόμο κι είπαμε να βρεθούμε αλλά θέλω να κανονίσουμε την ώρα…Δημήτρης λέγομαι.
- Δημήτρης? Το άλλο? Επίθετό?
- (από το βάθος…) ποιος Δημήτρης είναι ρε μάνααααααα…για ρώτα….
Να μη τα πολυλογώ, έρχεται ο μαλακας στο τηλέφωνο…
- Τι θε ρε? Δεν είπαμε στις 10? Τι μου τηλεφωνείς σπίτι και ξεσηκώνεται η άλλη και μ αρχίζει στο κήρυγμα? Τις προάλλες μου έκανε ένας φίλος πλάκα ότι είναι από την αστυνομία και είδα κι έπαθα να την συνεφέρω!
- Μπλα μπλα μπλα… παπί Astrea… κόκκινο….καινούργιο, σήμερα το μεσημέρι….μπλα μπλα… ξαδέρφου μου! Μπορούμε να μάθουμε τίποτα?
- ….πάρε με σε 20’ να δω….
(μετά από κανα τέταρτο…)
- Έλα, ποιος?
- Δημήτρης
- Στις 10 όπως είπαμε! Σε φέρνουν, σε αφήνουν γωνία, φεύγουν. Θα έχεις μπύρες για την παρέα και μόλις τις πιούμε θα πάρεις το παπί (το Astrea) να φύγεις! Οκ? Αντε μαλακα, μου χάλασες τη δουλειά!
- Οκ ρε Στέφανε, σε ευχαρ…τουτ τουτ τουτ…
Έτσι κι έγινε λοιπόν! Ο ξάδερφος με πήγε με το δικό μου παπί, με το ζόρι τον έδιωξα, ήπιαμε τις μπύρες μας με το Στέφανο και τους υπόλοιπους και κατόπιν πήρα την πάπια του κολλητού και την έκανα λούης!
Περιττό να πω ότι τον ξάδερφο, κολλητό και την υπόλοιπη παρέα, τους άφησα μλκες! Η συνέχεια δόθηκε στην τότε DOMUS μέχρι πρωίας κερασμένη…
Με το Στέφανο δεν ξαναμιλήσαμε! Κάποια στιγμή τον πήρα σε κάποια γιορτή, το σήκωσε πάλι η μάνα του αλλά μόλις τον ζήτησα μου απάντησε ένα «δεν είναι εδώ παιδί μου» και μου το κλεισε!
(τα ονόματα ΔΕΝ ειναι τα πραγματικά)