[...]
Στην Ελλάδα μας η προσπέραση είναι από τη φύση της μια πράξη ηρωική και πολυσήμαντη.
Ο Έλληνας δεν παρακολουθεί άβουλα αυτόν που προσπερνάει. Μπαίνει σε μια ενεργητική νοητική επαγωγική διαδικασία που θα ζήλευε ακόμα κι ο μέγας Σέρλοκ. Ποιος είναι αυτός που τον προσπερνάει; Γιατί τον προσπερνάει; Που πάει; Γιατί απ’ αυτό το δρόμο; Γιατί να τον προσπεράσει τώρα, γιατί όχι στην ευθεία; Σ’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που οι ματιές διασταυρώνονται ο μέσος Έλληνας έχει συμπεράνει πέραν λογικής αμφιβολίας τα πάντα για τον άλλο, από τον προορισμό μέχρι τις γαστριμαργικές του προτιμήσεις.
«Ναι ρε τρέχα, θα κρυώσει η σούπα!»
Φυσικά και πολίτικη κουζίνα έχουμε.
«Χαλβά, ε χαλβά!»
Να αφήσεις τον άλλο χωρίς ένα γλυκάκι; Ποτέ.
Συχνά γίνονται ειρωνικές αναφορές και στην οδηγική του δεινότητα: «Μπράβο ρε! Σουμάχερ!» (σ.σ. η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες αν όχι η μοναδική χώρα που το να πεις τον άλλο Σουμάχερ θεωρείται βρισιά).
Γιατί ο άλλος δεν περνάει απλά. Περνάει ΕΣΕΝΑ. Είναι όπως λένε στις ταινίες, “This time it’s personal”. Εμπεριέχει δε μια εφτακάθαρα σεξουαλική και ταξική διάσταση. Το να περνάς BMW K1300 στις κατηφορικές με κινέζικο παπί είναι το κάτι άλλο. Σου βγαίνει αυτή η κραυγή του μαύρου απ’ το Μισσισσιππή, είναι σαν να παίρνει η τρίτη εθνική πρωτάθλημα, σα να φεύγει ο σπασίκλας της τάξης απ’ το πάρτι με γυναίκα, σαν να κάνουν λάθος στο σουπερμάρκετ και να σου χρεώνουν ένα αντίδι αντί για οχτώ, νιώθεις ότι πηδάς το σύστημα, στεγνά. Ο άλλος βέβαια αντιδρά ανάλογα. Νιώθει σαν τον τσιφλικά στο κάστρο που ξαφνικά βλέπει τους τρελούς φτωχοδιαβόλους με τα δικράνια και τις δάδες να του την πέφτουν. Καυτό λάδι με τη μια, ρηφλέξ είν’ αυτά. Έχω δει Πόρσε που την περνούσε Hyosung να κάνει διπλοκατεβασιά και να τα δίνει όλα.
[...]