Μεγάλη μέρα και η σημερινή. Ζέστη στο φούλ, ο κόσμος σαλταρισμένος όπως κάθε μέρα, αλλά μια ιστορία διαφορετική από αυτές που συναντάω κάθε μέρα. Με άλλη τροπή και πλοκή.
Κάπου στο μεσημεράκι αποφασίζω να πάω από τράπεζα για να πάρω μερικά χρήματα για βενζίνη και φαγητό, με δανεικό παπί. Φτάνω κοντά στην τράπεζα και βλέπω ένα πράσινο σεντάν να κάνει όπισθεν με περίεργους ελιγμούς επάνω σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρισμένο με διάζωμα και μία λωρίδα σε κάθε κατεύθυνση. Ο δρόμος είναι η Ουλοφ Πάλμε στου Ζωγράφου με κατεύθυνση προς Γ.Παπανδρέου για όσους ξέρουν την περιοχή. (Κάπου εκεί έχει μια Εθνική)
Ο κύριος λοιπόν αυτός έκανε πίσω, και έστριβε με όπισθεν προς τον κάθετο με κίνδυνο να πέσει επάνω μου, ενώ φυσικά είχε μπλοκάρει την κίνηση των οχημάτων. Προσπαθώντας να "διαβάσω" τη μαλακία που είχε σκοπό να κάνει, αποφάσισα να το κόψω δεξιά (όσο αυτός είχε στραβοκολλήσει) και να παρκάρω δίπλα από έναν κουβά για σκουπίδια ώστε να κατέβω και να πάω στο ΑΤΜ. Αυτός ενώ έκανε τις μανούβρες (επί τρίλεπτο και βάλε) έκανε και κάποια νοήματα από μέσα αλλά δεν έιχα καταλάβει σε ποιόν πήγαιναν, αφού είχε να "αντιμετωπίσει" την κίνηση, εμένα και τους πεζούς που βρήκαν ευκαιρία να διασχίσουν το δρόμο.
Αφού παρκάρω με το καλό, διπλοπαρκάρει αυτός δίπλα μου (οριακά να με χτυπήσει) και κατεβαίνει από το αμάξι, ένας μεγάλος σε ηλικία "κύριος" και γυρίζει προς το μέρος μου. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
Εκείνος: Μα καλά δεν βλέπεις ότι θέλω να παρκάρω; (Να διπλοπαρκάρει εννούσε)
Εγώ: Συγγνώμη αλλά εδώ και τρία λεπτά κάνεις μανούβρες και έχεις κλείσει το δρόμο, που ήθελες να ξέρω εγώ τι θέλεις να κάνεις;
Εκείνος: Προσπαθώ να παρκάρω και έρχεσαι εσύ και μου χώνεσαι από το πλάι και μου παίρνεις τη θέση
Εγώ: Συνεχίζω ήρεμα, έτσι και αλλιώς να διπλοπαρκάρεις πας, είσαι παράνομος εξαρχής, οπότε μη μου ζητάς τα ρέστα
Εκείνος: (Φωναχτά πλέον), Εσύ δηλαδή τι έκανες? Δεν διπλοπάρκαρες?
Εγώ: Εγώ πάρκαρα δίπλα στον κουβά, δεν έκλεισα κανένα αυτοκίνητο, ούτε το δρόμο, ούτε εμποδίζω το πεζοδρόμιο
Εκείνος: (Συνεχίζει να φωνάζει)Και εγώ στον κουβά θα πάρκαρα, αλλά μου έπιασες τη θέση
Εγώ: Μα και στον κουβά δίπλα να το έβαζες πιάνεις περισσότερο χώρο από το μηχανάκι (παπί) και άρα πάλι θα εμπόδιζες. Από όποια πλευρά και να το δεις δεν έχεις δίκιο να φωνάζεις.
Εκείνος: (Φωνάζει πλέον πιο έντονα και εγώ δεν δίνω σημασία γιατί βαρέθηκα. Έρχεται πάνω από το κεφάλι μου).
Εγώ: Σας παρακαλώ κύριε κάντε μου τη χάρη γιατί είμαι από το πρωί στους δρόμους και δεν έχω καμία όρεξη να ακούω φωνές χωρίς λόγο.
Εκείνος: Να μου κάνεις εσύ τη χάρη (φωναχτά πάλι και συνέχισε να κατεβάζει μονολόγους
Εγώ: Δεν σας κάνω τη χάρη, είμαστε όλοι κουρασμένοι, έχετε άδικο που φωνάζετε και δεν έχω καμία όρεξη να τσακώνομαι μαζί σας. Δεν υπάρχει λόγος να ξεσπάτε σε εμένα, ή στους άλλους για τα προβλήματα που έχετε.
Εκείνος: Δε σου κάνω ούτε εγώ τη χάρη (φωνάζει και βρίζει), είστε μικροί και πρέπει πλέον να μάθετε να σέβεστε. Κατέβηκα και σου μίλησα πολιτισμένα και εσύ με βρίζεις (ο διάλογος που γράφω επάνω δείχνει κατά πόσο τον έβρισα)
Εκεί είναι που αρπάζω πλέον και εγώ και αρχίζω να κατεβάζω καντήλια. Έλεγα τα δικά μου και έρχεται με φόρα ο μπάρμπας να με χτυπήσει!!! Αμέσως καταλαβαίνουν όσοι περίμεναν στην ουρά τι επρόκειτο να γίνει και μπαίνουν στη μέση. Γυρίζουν προς τον μπάρμπα και του λένε ότι έχει άδικο, ότι έκανε μαλακίες τόση ώρα μές στη μέση και ότι δεν υπάρχει λόγος να μου κολλάει γιατί στο τέλος θα αγριέψω (όπως και έκανα) και θα έχω και δίκιο.
(Συνεχίζεται)