Αν πάντως θέλει να την πάει γήπεδο και όχι καφενείο με οθόνη, το ταξίδι στο Παρίσι δεν το γλυτώνει.
Μερικοί πίνουν νερό στο όνομα μου... μαζί με δύο ηρεμιστικά !!!
Fucking moose; χαψψψααψαχχαχαχχα
Μου θύμισε το......
Ντισκλέιμερ : Δεν φέρω τη παραμικρή ευθύνη για πολικό ψύχος / πεσμένα μαλλιά / κλπ κλπ
Διαβάστε με δική σας ευθύνη :
Μια φορά κι ένα καιρό, ένα πλοίο βυθίζεται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο μοναδικός επιζώντας, ο Μανώλης, συνέρχεται
στην ακτή ενός τροπικού τεράστιου παρθένου νησιού.
Ο Μανώλης, άνθρωπος καλός και αγαθός, έχει ένα ελάττωμα. Είναι κακάσχημος. Κουασιμόδος. Η τύχη όμως του
επιφύλαξε μια μοναδική εκπληξη.
Λίγες ώρες αφού συνήλθε και αφού διαπίστωσε πως είναι ολομόναχος, είδε στη θάλασσα έναν κολυμβητή να έρχεται
προς το νησί. Με λαχτάρα, έβαλε τις φωνές ώστε ο άλλος επιζών να έρθει προς το μέρος του.
Έτσι κι έγινε. Ο νέος όμως κάτοικος του νησιού, δεν ήταν άντρας. ήταν γυναίκα. Και όχι η οποιαδήποτε. Στο
κρουαζιερόπλοιο που είχε κλείσει τις διακοπές του, είχε παρατηρήσει τη Μαίρη, την πανέμορφη δίμετρη ξανθιά
με τις κολασμένες αναλογίες. Αυτή που πολιορκούσαν όλοι οι άρρενες επιβάτες και κάθε βράδυ στη καμπίνα του
φαντασιωνοταν ότι κατάφερνε να αποπλανήσει - φρούδες ελπίδες.
Η Μαίρη, έφτασε στην παραλία, σηκώθηκε όρθια και με τα σχισμένα ρούχα της και τον ήλιο να δύει πίσω της,
έμοιαζε με τη θεά του έρωτα που αναδύθηκε από το όστρακο...
********************************************************************
Η ζωή στο νησί ήταν εύκολη. Η τροφή ήταν άφθονη, φρούτα, θαλασσινά και τα ζωντανά αρκετά ανυποψίαστα
ώστε εύκολα να τα παγιδεύουν. Η γνώσεις του ως μηχανικός, τον βοήθησαν να ανάψει φωτιά, να φτιάξει όπλα
και εργαλεία, αν στήσει ένα καλύβι για τις νύχτες.
Με 2 δωμάτια. Η Μαίρη, όσο κι αν σεβόταν και θαύμαζε τον Μανώλη, δυσκολευόταν πολύ να αποδεχθεί την εμφάνισή
του. Αυτός με τη σειρά του, γνωρίζοντας καλά τον εαυτό του, δεν έγινε σε καμμία περίπτωση πιεστικός και
αρκούνταν στην αξιοποίηση της εικόνας της όταν βρισκόταν μόνος του.
*********************************************************************
Πέρασε ένας χρόνος έτσι. Πλέον, αν και η φωτιά στην ακτή έκαιγε μέρα-νύχτα με πυκνό καπνό, είχαν αρχίσει
να αποδέχονται το γεγονός ότι αν όχι για πάντα, θα έμεναν για πολύ καιρό ακόμη εκεί.
Η Μαίρη είχε αρχίσει να είναι πολύ άνετη πλέον, τόσο που συχνά κυκλοφορούσε ημίγυμνη, καθόταν σε αθώα
προκλητικές στάσεις, έκανε πνευματώδη σόκιν αστεία.
Δεν άργησε να συμβεί. Τα μάτια της γυάλιζαν και αυτός το κατάλαβε.....
*********************************************************************
Άλλος ένας χρόνος πέρασε. Η ζωή της πλέον ήταν παραδεισένια. Η Μαίρη είχε τον Μανώλη σα θεό.
Δεν ήθελε ποτέ να τους βρούνε και μάλιστα αρκετές φορες είχε ξεχάσει να ρίξει βρεγμένα
ξύλα στη φωτιά στην παραλία και είχε σβήσει.
Αυτός όμως, για έναν αδιευκρίνηστο λόγο, άρχισε να δείχνει απρόθυμος. Τη μία είχε κυνήγι, την
άλλη ψάρεμα, μια φορά μάλιστα έλλειψε 3 μέρες για να φέρει πεταλίδες από την άλλη μερια
του νησιού.
Με την ηρεμία και την εξυπνάδα που την διέκρινε πάντα, αποφάσισε να του μιλήσει.
-Μανώλη, ότι κι άν σε απασχολεί, έχεις καταλάβει ότι είμαι ανοιχτή σε όλα. Πες μου
και θα γίνει.
-Ουφ, ξέρεις τώρα. Κάθε μέρα τα ίδια. Είσαι το πιο όμορφο πράγμα στο κόσμο.
Αλλα και κάθε μέρα παστίτσιο, έ, το βαριέσαι.
-Πες μου τι θέλεις να σου κάνω. Θα είμαστε εδώ πολύ καιρό, θέλω να περνάμε καλά.
Και όταν λέμε ότι, εννοώ πραγματικά τα πάντα.
-Ξέρεις....άστο μωρέ, θα υπερβάλω.
-Όχι, πες!
-Καλά. Θες να αλλάξουμε ρούχα;
-Αυτό ήτανε; Αμέσως!
Και έτσι ξεκίνησε ένας νέος γύρος ευτυχίας. Και άλλαζαν ρούχα, άλλαζαν παπούτσια, άλλαζαν
ονόματα.
**********************************************************************
Μέχρι που ο Μανώλης άρχισε πάλι να είναι απόμακρος.
-Μανώλη, πες μου. Ότι θες σου είπα.
-Μαίρη, το εκτιμώ, αλλά αυτό είναι πολύ.
-Στο ορκίζομαι.
-Σήμερα δεν θέλω να κάνουμε τρελίτσες. θέλω απλά να πάμε μια βόλτα
στο πέτρινο μπαρ που φτιάξαμε και να πιούμε καρύδες.
-Αυτο είναι, φυσικά!
-Ναι αλλά εκτός από τα ρούχα μου, θέλω να φορέσεις κι αυτό εδώ.
Της έδειξε μια μάσκα που είχε φτιάξει. Πάνω της είχε κολλήσει τα γένια που είχε κόψει πριν από λίγες
μέρες.
Παραξενεύτηκε, αλλά δεν του χάλασε το χατήρι.
Και το βράδυ, συναντήθηκαν στο πέτρινο μπαρ.
Κάθησαν και άρχισαν τη ψιλοκουβέντα. Της λέει :
-Μαίρη, θα σε πείραζε να σε φωνάζω απόψε "Μήτσο";
-Χμμμμ, ωραίο, ναι φυσικά, πες μου ότι θες.
-Που λες Μήτσο, καιρό έχουμε να τα πούμε. Σκάω να σου πω.
-Πες μου!
Spoiler:Εμφάνιση
![]()