Χαιρετώ και πάλι την παρέα μετά από καιρό και την παράξενη τροπή που πήρε τούτη η χρονιά την άνοιξη που μας πέρασε. Οι τελευταίοι μήνες ήταν όντως δύσκολοι με τον συνεχή βομβαρδισμό νέων, τρομακτικών δεδομένων και φυσικά με τις απαγορεύσεις που μας έκλεισαν όλους μέσα σε τέσσερις τοίχους με αγωνία για την επόμενη μέρα. Το μέσο πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να γευτεί όλη την χαρά του κόσμου έστω και για λίγο, η μοτοσικλέτα, έμεινε και αυτή για καιρό ακίνητη και ταξίδευε μόνο με τη σκέψη σε τόπους μακρινούς και όμορφους. Όμως το φως σε αυτό το παράξενο τούνελ επιτέλους φάνηκε, τα σύνορα άνοιξαν και ήρθε επιτέλους και φέτος η ώρα για την απόδραση σε δύο τροχούς. Ελπίζω να ταξιδέψετε και εσείς μαζί μας!
Το φετινό ταξίδι σχεδιάστηκε με λιγότερα συνοριακά περάσματα και με διανυκτερεύσεις που θα μας διευκόλυναν σε περίπτωση κωλύματος λόγω προβλημάτων στις διελεύσεις, αυτός ήταν και ο μόνος συμβιβασμός που τελικά, και ευτυχώς, αποδείχθηκε εντελώς αβάσιμος. Ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό λοιπόν, φόρτωσα το Erάκι μου, έβαλα το δερμάτινό μου και κίνησα προς τον Προμαχώνα νιώθοντας αμέσως καλύτερα για τον εαυτό μου και τον κόσμο. Είμαι απόλυτα ήρεμος, δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά που έγραψε κάποτε ο ποιητής, και η μοτοσικλέτα με πηγαίνει σχεδόν μόνη της στα σύνορα με τη Βουλγαρία όπου με περίμενε ο Μηνάς. Άντε να δούμε λοιπόν…
Υπάρχει μία ουρά περίπου δέκα αυτοκινήτων την οποία περνάμε χωρίς καν να σταματήσουμε και ο βούλγαρος αστυνομικός μας κάνει νόημα να πάμε δίπλα. Του δίνουμε τα χαρτιά μας και μας τα δίνει πίσω χωρίς να τα δει καν μαζί με μια κενή φόρμα. Πριν καν ρωτήσω αν θέλει να τη συμπληρώσουμε και να σου την δώσουμε μας κάνει νόημα με το χέρι να φύγουμε. Αυτό ήταν!
Με ενδιάμεση ενδυμασία και σχετική δροσιά ξεκινάμε αμέσως προς τον βορρά και τα βουνά. Με τα χρόνια οι βούλγαροι έχουν ενώσει τα κομμάτια των αυτοκινητοδρόμων και έτσι παρακάμπτουμε τα Κούλατα και συνεχίζουμε στην εθνική μέχρι το φαράγγι της Κρέσνας όπου κάνουμε και την πρώτη μας στάση. Το μεσημεράκι έχουμε φτάσει στη Σόφια την οποία και παρακάμπτουμε για να ανεφοδιαστούμε στο Νόβι Ίσκαρ, στους πρόποδες των βουνών, όπου αρχίζει και η δράση! Αυτή τη φορά δεν θα διασχίσουμε απλώς τη Βουλγαρία αλλά θα χαρούμε τα καλύτερα ορεινά της περάσματα στον δρόμο και στην επιστροφή μας από τη Ρουμανία. Όσο ανεβαίνουμε ο δρόμος είναι πολύ στριφτερός και κυρίως άδειος, ο καιρός και το οδόστρωμα καλό και το τοπίο γίνεται όλο και ομορφότερο. Μπαίνοντας στο μεγάλο φαράγγι του Λακάτνικ βλέπουμε μπροστά μας ένα κομβόι της χωροφυλακής με τεθωρακισμένα οχήματα, ωχ… Για καλή μας τύχη μετά από ένα λεπτό το ρεύμα μας κλείνει με φανάρι και αμέσως βρίσκουμε την ευκαιρία να περάσουμε μπροστά και να έχουμε όλη τη διαδρομή ελεύθερη!
Οδηγούμε σβέλτα και χαλαρά δίπλα σε ποτάμια και σιδηροδρομικές γραμμές και περνώντας μέσα από μικρά χωριά και φτάνουμε χαμογελαστοί στη γέφυρα του Λακάτνικ.
Ένα τρένο μας χαιρετά...
...και συνεχίζουμε την απολαυστική διαδρομή με ανοικτές καμπές μέσα στο φαράγγι που αγριεύει όλο και περισσότερο, ώσπου φτάνουμε σε ένα μικρό υψίπεδο με εκπληκτική θέα στο εσωτερικό του και στα θεόρατα, επιβλητικά βράχια που το κυκλώνουν από παντού.
Μετά από ακόμα περισσότερο κλειστό στροφιλίκι βγαίνουμε από τη χαράδρα και φτάνουμε στο Βαρσέτς όπου και θα διανυκτερεύσουμε