Μέχρι το βράδυ του Σαββάτου ετοιμαζόμουν να πάω στην Πίνδο, μέχρι που λόγω άστατου καιρού αποφάσισα να πάω στο Πήλιο που έδειχνε ανοιχτό. Το πρωί σηκώθηκα νωρίς, ετοιμάστηκα και μόλις άνοιξα την πόρτα συνειδητοποίησα ότι ψιλοέβρεχε. Αμέσως φρέναρα και σε συνδυασμό με το ότι ήμουν κάπως κουρασμένος, ξεντύθηκα και ξάπλωσα ξανά. Μόλις σηκωνόμουν μετά από 2-3 ώρες, θα αποφάσιζα για το που θα πάω. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί αμέτρητοι όμως οι επιλογές μου λίγες. Πλέον δεν είχα πολύ χρόνο.
Έτσι απόφάσισα να ανέβω στη Βόρεια Εύβοια. Είχα αφήσει εκκρεμότητες στο Τελέθριο όρος από την εποχή της καραντίνας που είχα ανέβει στους καταρράκτες Δαφνοκούκι. Η εξόρμηση εκείνη τερματίστηκε σύντομα καθώς με έπιασε πισινό λάστιχο, μου είχε χαλάσει το, κακής ποιότητας σουβλί, στην προσπάθεια να το επισκευάσω και τελικά κατέληξα να επιστρέφω με μηδέν πίεση στην Αθήνα, περνώντας μάλιστα από αστυνομία πριν τη γέφυρα της Χαλκίδας, μην έχοντας κιόλας εμφανή πινακίδα καθώς η βάση είχε σπάσει. Το ότι θα κατάφερνα να επιστρέψω χωρίς να φάω πρόστιμο 300 ευρώ και με σκασμένο λάστιχο ήταν κάτι που δε θα το έπαιζα ούτε με απόδοση 500 στο στοίχημα. Διαβάστε εδώ https://www.moto.gr/forums/showthread.php?t=159698 για εκείνη την περιπετειώδη εξόρμηση.
Με όλα αυτά τα δεδομένα και σε συνδυασμό με την συχνά αφιλόξενη Εύβοια, αναρωτιόμουν τι άλλο θα μου τύχαινε σε αυτό το μυστηριώδες νησί. Στο παρελθόν έχω επιστρέψει με ασθενοφόρο, έχω κολλήσει σε λάσπες και σε ξερά ρέματα, έχω χαθεί σε ομίχλες, έχω φάει βροχές και έχω γράψει μπόλικα χιλιόμετρα στο βρεγμένο άθλιο οδικό της δίκτυο. Και όμως πάντα κάτι με τραβάει εκεί παρόλο που γνωρίζω ότι κάθε φορά που θα μπω σε κάποιον χωματόδρομό της υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μπλέξω. Τι να πεις, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...
Σχεδόν 2,5 χρόνια μετά λοιπόν βρέθηκα ξανά στα Ήλια και πήρα το δρόμο για τους καταρράκτες Δαφνοκούκι. Ένα ρέμα που ήταν χάλια τότε έχει τσιμεντωθεί και περνάει εύκολα. Από ένα σημείο και πάνω ο δρόμος δυσκόλεψε πολύ με μεγάλες κλίσης και σαθρό τερέν. Στόχος μου ήταν να φτάσω στην κορυφή του βουνού όπου υπάρχει εκκλησάκι μέσα σε δάσος. Μετά από 15 λεπτά έφτασα σε ένα οριακό σημείο το οποίο δυστυχώς δε μπορεί να αποτυπωθεί στην κάμερα.
Ένα βαθύ λούκι έπιανε όλο τον δρόμο και από αριστερά είχε κλίση που με μαθηματική ακρίβεια θα με έριχνε μέσα.
Υπήρχε η safe αλλά χρονοβόρα επιλογή να κουρέψω κάποιους θάμνους από την αριστερή πλευρά και να περάσω καθώς εκεί το μονοπάτι δεν είχε κλίση προς το λούκι. Την απέρριψα γιατί το GPS μου έδειχνε ότι απείχα ακόμα 12 χιλιόμετρα και η κατάσταση του δρόμου δε μου έδειχνε ότι προχωράει. Μπορεί να έκανα και λάθος αλλά η απόσταση μου φαινόταν τεράστια για να είναι αληθινή. Κάτι περίεργο συνέβαινε με τον υποτιθέμενο δρόμο.
Πήρα λοιπόν την απόφαση να κατέβω και να δοκιμάσω να προσεγγίσω τα ψηλότερα κομμάτια από τις Ροβιές. Η θέα κατεβαίνοντας ήταν εκπληκτική.