Έχω μόλις στρίψει δεξιά από την Γραμμενίτσα και κατευθύνομαι προς τον Έλατο. Κοιτάζω δεξιά μου και βλέπω χαμηλά την Τεχνητή Λίμνη Πουρναρίου. Στο βάθος οι ψηλές κορφές των Τζουμέρκων. Τέλη Ιουνίου και όμως κρατούν χιόνι ακόμη. Η μια στροφή διαδέχεται την επόμενη. Άλλα οχήματα στον δρόμο δεν υπάρχουν και εγώ απλά ακολουθώ μια ταμπέλα που είδα. "Καταρράκτες Τζουμέρκων". Δεν με νοιάζει που είναι, πόση ώρα θα κάνω να φτάσω, από που θα πάω... μόνο να δω που καταλήγει. Άλλωστε κάπως έτσι ξεκίνησα. Βόλτα χωρίς προορισμό.
Πολύ νωρίτερα, την ώρα που ο ήλιος ανέτειλε, εγώ έβγαινα από το γκαράζ μου χωρίς να έχω αποφασίσει προς τα που θα κινηθώ. Αν έστριβα αριστερά θα πήγαινα κατευθείαν Βόρεια. Θα έβγαινα στην Ν.Ε. Ο προς Λαμία και μετά θα αποφάσιζα. Κάτι με τράβηξε όμως και έστριψα δεξιά προς την Αθηνών - Κορίνθου. Η πρώτη αυτή διασταύρωση ήταν και η πρώτη σημαντική απόφαση της ημέρας. Οι ρόδες κυλούσαν στον βαρετό αυτοκινητόδρομο και πρώτη στάση για καφέ στα Σ.Ε.Α. στο Κιάτο. Αποστειρωμένα, καθαρά, με το politically correct καφέ με το χάρτινο καλαμάκι, και εγώ μόνος μου κοιτάζοντας την μοτοσυκλέτα μου που περίμενε να συνεχίσουμε.
Δεν υπάρχει ομορφότερο πράγμα από το να αποφασίζεις μόνος σου που και για πόσο θα σταματήσεις. Ακόμη και αυτή η πολυτέλεια έκανε τα χιλιόμετρα του αυτοκινητόδρομου να περνούν αγόγγυστα μέχρι που είδα την γέφυρα Ρίου Αντιρίου. Άλλη μια απόφαση έπρεπε να παρθεί και πάλι έστριψα δεξιά. Η πυξίδα μου κλείδωσε με Βόρεια κατεύθυνση και εγώ απλά άφηνα τον εαυτό μου να κάνει τις ρόδες μου να κυλούν προς τον προορισμό που ήταν κρυμμένος σε κάποια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου.
Περνάω πάνω από την γέφυρα Τζαρή έχοντας κάτω μου τον Άραχθο. Έχω αφήσει πίσω μου τα Πιστιανιά και την Ροδαυγή και τώρα αρχίζω πραγματικά να ανηφορίζω. Η κατάκτηση μιας κορυφής δεν είναι ποτέ ευθεία. Είναι μια ολόκληρη στρατηγική πολιορκίας. Γυρνάς γύρω από την βάση ψάχνοντας να βρεις τα αδύναμα σημεία, και σημασία έχει μόνο το επόμενο βήμα. Βήμα και προώθηση. Λίγο ακόμη... Χαζεύω το τοπίο τριγύρω μου. Ψηλές κορφές, και βαθιά φαράγγια. Οργιώδη βλάστηση και ξεχασμένα από τον θεό χωριά. Που και που μια ταμπέλα.
Άλλη μια διασταύρωση μπροστά μου. Στο βάθος, όχι μακριά από εμένα βλέπω τις κεραμοσκεπές ενός χωριού. Δεξιά χωματόδρομος, αριστερά άσφαλτος. Δεν χρειάζεται να το σκεφτώ πολύ. Δεξιά στον κατηφορικό χωματόδρομο. Ακολουθώ τον δρόμο όπως πάει για χρόνια, περνάω πάνω από το πέτρινο τοξωτό γεφύρι και ανηφορίζω. Δεν είμαι μακριά το νιώθω. Περνώντας μέσα από το χωριό Καταρράκτης ξέρω πως πλέον είμαι πολύ κοντά. Κοιτάζω στο πλάι και για μια στιγμή ο καταρράκτης μου χάνει την χάρη και εμφανίζεται για λίγο. Ο δρόμος στενεύει κι άλλο και εγώ συνεχίζω. Δεν μπορεί θα φανεί καλύτερα. Κλειστές ανηφορικές φουρκέτες και μετά από μια δεξιά στροφή είναι εκεί μπροστά μου. Όχι ένας αλλά δυο καταρράκτες. Ορμητικά νερά από τα χιόνια που λιώνουν ψηλά να πέφτουν από ύψος 150-200 μέτρων. Έχω αφήσει την μοτοσυκλέτα και προχωρώ προς την βάση των καταρρακτών. Δροσίζομαι από το νέφος των νερών που πετάγονται και νιώθω να ξεπλένονται από μέσα μου όλα εκείνα τα θέλω που είχα θάψει.
Για άλλη μια φορά έχω χαθεί στις σκέψεις μου. Θυμάμαι τις ελάχιστες συζητήσεις με αυτούς που θεωρώ πιο κοντινούς ανθρώπους για την βόλτα μου, Θυμάμαι τις απαντήσεις τους, τα βλέμματα τους. Δεν περιμένω να καταλάβουν αλλά ούτε και να αποδεχτούν. Γιατί τι είναι το ταξίδι τελικά; Ο προορισμός, ή διαδρομή, ο σχεδιασμός, οι διανυκτερεύσεις; Γεννηθήκαμε ταξιδευτές ή γίναμε στην πορεία; Αρκεί για κάποιον να αυτό ονομαστεί ταξιδευτής και να πάρει το όνομα ενός μεγάλου εξερευνητή ή υπάρχει κάποιο ταξιδόμετρο που μετράει τον μεγαλύτερο; Πολλά τα ερωτήματα μέσα στο κεφάλι μου και ακόμη περισσότερη η φασαρία τριγύρω μου τα τελευταία δυο χρόνια για να μπορέσω να συγκεντρωθώ στην απάντηση τους. Βλέπεις όταν είμαι με παρέα μαγεύομαι και χάνομαι στην διασκέδαση της παρέας. Να προλάβω να μιλήσω με όλους, να γελάσω, να πειράξω και να με πειράξουν. Ξαφνικά όλες οι τύψεις που κουβάλαγα μέσα μου για τα θέλω μου που δεν έγιναν πράξεις βγήκαν στην επιφάνεια. Δυο χρόνια πάντα με παρέα. Πάντα χαμογελαστός, αλλά έχοντας χάσει το δέντρο που εγώ ήθελα να κάτσω από κάτω και να ξεκουραστώ στην ησυχία.