Η βραδινή βόλτα, με μοτοσικλέτα, στην πόλη, είναι πάντοτε διαφορετική και όμορφη.
Η βραδινή βόλτα με μοτοσικλέτα, στην πόλη, το καλοκαίρι όμως, είναι πραγματικά ξεχωριστή.
Οι μειωμένες αναστολές λόγω της πρότερης κάψας και της νυχτερινής δροσιάς, ή έστω της επίφασης αυτής, και οι ακόμα πιο έρημοι δρόμοι, με κάνουν να στρίψω προς την παραλία αντί να παρκάρω.
Άδεια η πόλη, πού πήγαν όλοι λοιπόν, μέχρι η ανάσα της θάλασσας να μου χαϊδέψει το πρόσωπο μέσα από την ορθάνοιχτη ζελατίνα. Από το παγκάκι φαίνονται όλα ίδια, ολόφωτα και αστραφτερά, όμως τούτη τη φορά το ενσταντανέ είναι θαρρείς μακράς έκθεσης, με τους ανθρώπους και τις συνηθισμένες κινήσεις τους αόρατους.
Καθώς τα μέταλλα του κινητήρα κρυώνουν αργά, το τσικ τσικ τους και ο μπάσος στεναγμός ενός πλοίου με καλούν να συνεχίσω τη βόλτα προς το λιμάνι.
Τα μεγάλα και άδεια βουλεβάρδα μου θυμίζουν τη μαύρη περίοδο του lock down καθώς μπορώ να δω τα φανάρια να αναβοσβήνουν ομαδόν και σε προοπτική μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι.
Στο φανάρι σταματώ επίτηδες ελαφρώς πλάγια, με το πράσινο αφήνω τον συμπλέκτη και το πίσω λάστιχο αρχίζει να χαράζει κυματοειδείς τροχιές. Πρώτη, δευτέρα, τρίτη, με ζυγισμένες αλλαγές χωρίς συμπλέκτη και χαμηλές στροφές το απολαυστικό αυτό torque drifting συνεχίζεται κατά μήκος της λεωφόρου.
Ο βοριάς που τα ̶α̶ρ̶ν̶ά̶κ̶ι̶α̶ χεράκια παγώνει τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου σήμερα είναι απολαυστικά δροσιστικός ακόμα και στην καρδιά της έρημης πολιτείας, καθώς κυκλώνω τα Λαδάδικα και φτάνω στο λιμάνι.
Πάνω στη σκηνή του ξύλινου ντόκου τα αιώνια ερωτευμένα ζευγαράκια, από πάνω ξάστερος ουρανός και πέρα από την άκρη του ο Λευκός Πύργος, η προμενάδα και η πολιτεία να καθρεφτίζεται κατάφωτη πάνω στα νερά μέχρι πέρα μακριά στο Καραμπουρνάκι.
Παραδίπλα στην πλατεία Αριστοτέλους (που γυρνάς…) το βλέμμα αγκαλιάζει υπέροχα την πρότερη γεωγραφία της πόλης, από την παλλόμενη καρδιά της θάλασσας μέχρι τη φωτεινή, πέτρινη κορδέλα που στολίζει την Άνω Πόλη.
Η βόλτα συνεχίζεται αργά στη λεωφόρο Νίκης, με τον Λευκό Πύργο να μεγαλώνει στα δεξιά μέτρο με το μέτρο και τα φώτα και τις μουσικές των παραλιακών μπαρ να φλουτάρουν στα αριστερά ξεγλιστρώντας από την άκρη του ματιού μου.
Πόσες φορές δεν είπα: Έφτασα! - γυρνώντας από μέρη μακρινά με τη μοτοσικλέτα μου αντικρίζοντας τούτη την εικόνα;
Πετυχαίνοντας το φανάρι πράσινο στη σκιά του Πύργου, πράμα σπάνιο, χαιρετώ με το κεφάλι τον Μεγαλέξαντρο και φτάνοντας στο εσάκι κατεβάζω τρίτη και πετάω τον ώμο κάτω και δεξιά. Το πίσω μέρος γλιστράει απαλά και μένοντας στο γκάζι καθώς ανοίγει την τροχιά του βγάζω το σώμα απότομα στα αριστερά και η μοτοσικλέτα, σαν ζωντανό ον, κινείται από κάτω μου και ξαπλώνει γλιστρώντας με χάρη προς την ίδια κατεύθυνση.
Η μαγεία της μοτοσικλέτας, αυτό που λένε ποίηση σε κίνηση, σαν να βλέπω να ξεπετάγονται χορδές, ακτίνες και ημιτόνια με κάθε εισαγωγή δεδομένου από τα χέρια, τα πόδια και το σώμα μου καθώς διαγράφω παραβολικά την καμπή. Αυτή η αγνή οδηγική απόλαυση που τη νιώθεις σχεδόν αυτούσια να μεταφέρεται στο κορμί σου από τα χειριστήρια και τα μαρσπιέ.
Μετά από 31 χρόνια πάνω σε μια σέλα μοτοσικλέτας ξέρω να παίζω με τις μοίρες, με κεφαλαίο και μικρό μ, με περισσή σιγουριά, αλλά ταυτόχρονα έχω γίνει και ολιγαρκής, και έτσι η βόλτα θα συνεχιστεί ρολαριστά και με μία ταχύτητα πάνω, γιατί και αυτό έχει τη δική του γοητεία.
Το I am a passenger, and I ride and I ride γυρίζει ήδη στο μυαλό μου, εντάξει, εκείνος ήταν σε αυτοκίνητο, αλλά η πρόταση κατακλείδα ταιριάζει γάντι στη γαληνεμένη πολιτεία με τους άδειους δρόμους της, που είναι όλοι δικοί μου:
And everything was made for you and me
All of it was made for you and me
'Cause it just belongs to you and me
So let's take a ride and see what's mine