‘Έχουν περάσει ήδη 5 χιλιόμετρα από την ώρα που έχω πάρει την άγνωστη παράκαμψη κάπου στα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας και ο κακός τσιμεντένιος δρόμος έχει γίνει κακός χωματόδρομος. Ιδρώνω μέσα στο κράνος μου γνωρίζοντας πως επτά αναβάτες σε ισάριθμες μοτοσυκλέτες με ακολουθούσαν και με έβριζαν… την ώρα που εγώ δεν έχω ιδέα που πάω! «Θα ρίξω το φταίξιμο στον Μελά», σκέφτομαι και σηκώνομαι όρθιος στα μαρσπιέ σπινιάροντας στην ανηφόρα.
Δεν ήταν το μόνο χάσιμο που είχα ή είχαμε αυτό το κουτσουρεμένο τριήμερο. Άλλωστε πρόγραμμα δεν είχαμε, μόνο προορισμούς. Επτά άνθρωποι, επτά μοτοσυκλέτες, που για το μόνο πράγμα που πραγματικά νοιαζόμασταν ήταν να περνάμε καλά. Παρόλο που είμαι μοναχικός ταξιδιώτης και βρίσκω την νιρβάνα μου σε παγκάκια στις ερημιές παρέα με τις σκέψεις μου, δεν χάνω ποτέ την ευκαιρία να ταξιδεύω μαζί με αυτή την παρέα. Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί στην σκέψη, με διαφορετική προσέγγιση στην ζωή, με τελείως διαφορετικές οδηγικές εμπειρίες, που όμως όταν μαζευόμαστε όχι απλά καταφέρνουμε να συνυπάρχουμε αλλά περνάμε καλά και να διασκεδάζουμε.
Καλά λένε πως μόνο οι βλαμμένοι μπορούν να συνεννοηθούν με τους βλαμμένους. Έτσι και εμείς. Τα πειράγματα να φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση και καλά μεταξύ μας σε κάθε ευκαιρία και την ώρα που τελείωνε η οδήγηση της ημέρας, άρχιζαν οι μπίρες. Όπου βρεθήκαμε όλοι κοίταζαν αυτήν την ετερόκλητη παρέα που γελούσε και φώναζε χωρίς να την νοιάζει τίποτα. Δεν κοίταζαν επικριτικά, δεν δυσανασχετούσαν. Μας πλησίασαν, μας κέρασαν, μας έπιασαν την κουβέντα γιατί απλά όλοι τελικά συμπαθούν τους βλαμμένους.
Τα γράφω αυτά τρεις μέρες αφού επέστρεψα στην Αθήνα, σε ένα ξεχασμένο καφενείο στην Κω, που ταξίδεψα για επαγγελματικούς λόγους, και ακόμη δεν έχω καταφέρει να ταξινομήσω τις σκέψεις μου. Το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τα βουνά. Τα Άγραφα έχουν μια δική τους μαγική δύναμη που σε τραβούν εκεί και θέλουν να σε κρατήσουν εκεί. Μιλώντας με τους υπόλοιπους το ίδιο και εκείνοι. Ο κάθε ένας από εμάς είχε διαφορετική βόλτα στο μυαλό του. Άλλος το πέρασμα του ποταμού, άλλος το σφιχτό ορεινό κομμάτι της διαδρομής, άλλος την δύσκολη ανηφόρα… όλοι τις κοινές μας εικόνες. Αυτές που φτιάξαμε μέσα στο μυαλό μας και δεν σηκώσαμε καμμία κάμερα να τις αποτυπώσει.
Είμαστε οι βλαμμένοι που για μια διαδρομή 240 χιλιομέτρων χρειαζόμαστε 7 ώρες για να χωρέσουμε μέσα όλα όσα θέλουμε να πούμε. Όλα όσα δεν προλαβαίνουμε στις καθημερινές μας συναντήσεις. Επίκεντρο ο άνθρωπος ο αναβάτης και όχι η μοτοσυκλέτα. Η μοτοσυκλέτες είναι το μέσο, το εργαλείο παραγωγής συναισθημάτων στον άνθρωπο. Καταφέραμε να φτάσουμε στον ξενώνα στην Φουρνά περίπου 10 το βράδυ, περνώντας μια απίστευτη διαδρομή από τον Αγ. Γεώργιο στο διάσελο Αν. Κλύτης με το Βελούχι του Όρους Τυμφρηστού στα 1300 μέτρα υψόμετρο για να κατηφορίσουμε μέχρι το χωριό. Χάσαμε μεν την θέα από το παρατηρητήριο του Περίβλεπτους, αλλά σε όλη την διαδρομή της μιας ώρας είχαμε για παρέα τις αμέτρητες πυγολαμπίδες και τους ήχους του δάσους από την άγρια ζωή που ξυπνούσε την νύχτα και σίγουρα δεν θέλαμε να συναντήσουμε μπροστά μας.
Η γριά μου μου είχε βγάλει μια ένδειξη σφάλματος στην Θήβα, αλλά αυτό δεν με πτόησε να συνεχίσω. Άλλωστε στους δρόμους που θα κινούμασταν δεν με ένοιαζε αν δεν δούλευε σωστά το πίσω φανάρι. Αφού τακτοποιηθήκαμε στον Ξενώνα κατηφορίσαμε πεινασμένοι για το χωριό και αφού χορτάσαμε την πείνα μας ήρθε η ώρα να ρωτήσουμε πληροφορίες από τους ντόπιους για την διαδρομή. Σκοπός μας την επόμενη μέρα ήταν να φτάσουμε στην Νεράιδα και από εκεί να μπούμε στον χωματόδρομο που κατηφόριζε μέχρι τον Ταυρωπό, που αναγκαστικά θα περνούσαμε από μέσα, και μετά ανέβασμα μέχρι το πάσο στα Καμάρια και από εκεί στην Νιάλα με τελικό προορισμό τα Άγραφα. Κάποιοι είπαν πολύ δύσκολο, κάποιοι είπαν αδύνατο, ένας μας είπε περνάει… μαντέψτε ποιον πιστέψαμε!