Από την Βοσνία και μετά δεν είχα κουράγιο να καβαλήσω. Είχα φάει τόσο πολύ ζέστη στην επιστροφή ώστε για να επανέλθω στις εργοστασιακές ρυθμίσεις χρειάστηκα ένα μήνα. Μετά οικογενειακές διακοπές, λίγο κρασί, λίγο θάλασσα...η μηχανή είχε μείνει να σκονίζεται στο γκαράζ. Με το που μπήκε ο Σεπτέμβριος άρχισε να με τρώει και ας είχε ζέστη ακόμη. Την πήγα για ένα γενικό σέρβις, να είμαι έτοιμος και είχα πάρει απόφαση να πάω με την γυναίκα μου βόλτα στα βουνά της Ευρυτανίας. Λίγο Φουρνά, πάμε και μέχρι Άγραφα, και από εκεί Τροβάτο... μήπως να κατεβαινάμε και μέχρι την Πύλη; Τελικά τίποτα από αυτά δεν έγινε αφού δεν μπορούσε να έρθει μαζί μου. Καβάλησα λοίπον μόνος μου ξανά και πήρα τον δρόμο. Στην διαδρομή αποφάσισα να κινηθώ προς την Εύβοια. Δεν με ένοιαζε το κοντά/μακρυά αρκεί να είμαι καβάλα στην μηχανή και πάνω στο βουνό. Λίγο μετά την κορφή της Δίρφυς παραστράτησα από τον δρόμο και έφυγα μέσα στο δάσος. Δεν χρειαστήκε πολύ για να βρω το μέρος που χρειαζόμουν. Πυκνό δάσος, μεγάλο ξέφωτο, μακρυα από την φωτομολυνση, ενα ποταμάκι με νερό κυλούσε στην μέση του ξέφωτου μακρυά από τα δέντρα. Έσβησα και κατέβηκα από την μηχανή. Εστησα το σπιτικό μου για το βράδυ, όχι πολλά πράγματα τα απολύτως απαραίτητα. Κάθισα με τα πόδια στο δροσερό νερό και αφέθηκα στις σκέψεις
Κοντεύει 02:00, και εγώ καθισμένος στην δική μου μοναχική «βεράντα», χαζεύω την σκιά του βουνού απέναντι μου, κάτω από το φως του φεγγαριού. Ένα ελαφρύ αεράκι κάνει τα φύλλα στα κλαδιά να θροΐζουν και είναι ο μόνος ήχος που ακούγεται στην σιωπή της νύχτας. Λες και ακόμη και τα ζωντανά της νύχτας σήμερα να σιώπησαν. Είναι λες και το σκοτάδι να είναι το πηκτό που καταπίνει όλους τους ήχους.
Σκύβω να πάρω μια μπύρα ακόμη. «Μια ακόμη», σκέφτομαι, «και μετά υπνο». Ανάβω ένα πουράκι και στο φως της καύτρας τον βλέπω να με κοιτάζει. «Βαριέμαι», μου λέει. «Αύριο να γυρίσουμε στον πολιτισμό». «Τι είναι ο πολιτισμός;», τον ρωτώ μειδιώντας. «Στον κόσμο ρε φίλε», μου λέει και πίνει μια γερή τζούρα από την μπύρα. «Αν ανάψουμε μια φωτιά, θα είμαστε πολιτισμένοι; Οι όχθες του ποταμού είναι γεμάτες ξύλα», τον προκαλώ. Στριφογυρνά πάνω στο στρώμα του. «Ίσως πριν αρκετούς αιώνες, να ήταν πολιτισμός», μου γυρνάει μια πληρωμένη απάντηση.
Μένουμε σιωπηλοί, αφουγκραζόμαστε ξανά την βαριά σιωπή της νύχτας. «Τι θα κερδίσουμε κάνοντας αυτό ξανά;», μου λέει διστακτικά. Φοβάται την απάντηση γιατί νιώθει πως πλησιάζει το τέλος. Ξέρει καλά μέσα του πως η επιστροφή ίσως να είναι οριστική. Τον βασανίζω, το ξέρω, αλλά αυτό είναι το μάθημά μου προς αυτόν. Για όλες εκείνες τις στιγμές που αμφισβήτησε την δύναμη του. Όλες οι αναμνήσεις που γεμίσαμε, οι ερινύες που μας κυνηγούν, τα θέλω που αφήσαμε πίσω.
«Ξέρεις τι είσαι;», τον ρωτώ, σκουπίζοντας τα χείλη μου από την μπύρα. «Είσαι όλα αυτά που δεν είπα, όλα αυτά που δεν έκανα. Είσαι εγώ». Χαμογέλασε. «Δεν είναι τιμωρία όλο αυτό», συνέχισα, «είναι η πραγματοποίηση των ονείρων μας. Βγάζουμε στην επιφάνεια μια εναλλακτική πραγματικότητα. Λέμε όλα αυτά που μας πνίγουν. Όλα αυτά που δεν μας αφήνουν να πούμε».
Κοιταχτήκαμε στα μάτια χωρίς να αναπνέουμε. Σηκώσαμε το κεφάλι προς τον ουρανό και ούρλιαξαμε σαν λύκοι στο φεγγάρι που ήταν ψηλά. Από κάπου μακρυά ακούστηκε μια απάντηση στον λύκηθμό μας. Ένα αλύχτισμα πίσω από κάποια από τις κορφές που μας κάλυπταν. Ξανακοίταξα χαμηλά . Στην ρυτιδωμένη επιφάνεια του νερού το πρόσωπο του χάθηκε. «Οχι ρε καριολη», φώναξα, «δεν θα φύγεις».
«Εδώ θα είμαι!», άκουσα στην πίσω μεριά του μυαλού μου. Ξάπλωσα πίσω, με τα χέρια στο κεφάλι και έμεινα να χαζεύω τα αστέρια. Όσα φαίνονταν ανάμεσα στα κλαδιά του δάσους.