ολοκαίνουργιο
:rotflmao: :rotflmao: :rotflmao:
νέα γενιά ανεκδότων
ήτανε μια φορά που λες,
στης ζούγκλας μες τα βάθη.
Ένα πιθήκι αραχτό,
πάνω εις το δεντράκι.
Κι εκιά που εκαθότανε και έκανε μία τζούρα από ένα χόρτο ζόρικο που προκαλεί μαστούρα,
να σου και εμφανίζεται μία μικρή σαυρούλα
-κάλη σου μέρα πίθηκα 'ντα κάνεις εκιά πάνω;
-καπνίζω δω ένα στριφτό, θες να το δοκιμάσεις;
ήταν μικρή η σαύρα μας δεν κάτεχε από τούτα,
κι ανέβηκε σιγά σιγά και ρούφηξε μια τζούρα,
ετράβηξε κι άλλες δυο τρεις,
κι εκιά τα είδε ούλα
ζαλίστηκε, τινάχτηκε, σωριάστηκε στο χώμα
-ίντα πάθες μωρέ; Ρωτάει το πιθήκι
-δεν τα κατέω γω αυτά, ζαλίστηκα κομμάτι, πάω εδώ στον ποτάμο να πιω λίγο νεράκι
Στον ποταμό σαν έφτασε κι έσκυψε για νεράκι, πετάγεται ο κροκόδειλας και απορεί λιγάκι;
-ιντά παθες σαυρούλα μου τι ΄ν τούτο δω το χάλι;
-γι αυτό που βλέπεις φίλε μου, ένας είναι ο φταίχτης,
ο πίθηκας μου έδωσε ένα στριφτό να κάμω,
κι ήταν τσιγάρο πονηρό,
αυτό που φέρνει ζάλη,
με δύο τζούρες από αυτό ξεχνάς τον ίσιο ζάλο
Μα ο κροκόδειλας μαθές ήταν μεγάλο αλάνι,
να μάθει θέλησε γοργά που στέκει το πιθήκι,
να του ζητήσει και γι αυτόν να πιει λίγο χασίσι
Του έδειξε η σαύρα μας και έφυγε αμέσως
Με το που φτάνει στο δεντρί βλέπει πολλές τζιβάνες και το πιθήκι στο κλαδί τζούρες κι άλλες να κάνει
μες τη μαστούρα ο πίθηκας θωρεί το κροκοδείλι,
ξαφνιάζεται και απορεί κι αμέσως τον ξανήγει
-καλά μωρή χαμούρα πόσο νερό ήπιες;