Δέσποινα με λένε…
Τον παλιό καλό καιρό που τα λεφτά στην τσέπη μου ήταν πιο λίγα και από ζητιάνου στην Ομόνοια , δούλευα σερβιτόρος σε καφετέρια με 17.000 δραχμές εβδομαδιαίο εισόδημα. Σκεφτόμουν να παρατήσω για λίγο καιρό την σχολή που σπούδαζα και να πιάσω μια καλύτερη δουλειά που να μπορώ να τα φέρω βόλτα.. Έμενα μόνος μου σε μια τρύπα στην Μεθώνης και το ψωροπερήφανο κεφάλι μου δεν μου επέτρεπε να πάω στο γέρο μου για δανεικά…
Ο φίλος μου ο Γιώργος , καλός ρεμπέτης , έπαιζε σε ένα μαγαζί κοντά στα Εξάρχεια τρεις μέρες τη βδομάδα … η πρόταση για “επαγγελματική συνεργασία” ήχησε στα αυτιά μου περίεργα όταν μου την έριξε…
-Ρε Άκη θέλουμε στο μαγαζί οργανοπαίχτη …ψήνεσαι να ούμε ;
-Και που κολλάω εγώ ρε Γιώργη στο ρεμπετάδικο ; Να κάνω τον μπαγλαμά ;
-Τον Τζουρά θα κάνεις για την ακρίβεια…. και λίγο κιθάρα στα πιο “αλαφριά” να ούμε…
-Ρε Γιώργη εγώ κιθάρα ηλεκτρική και μπάσο κατέχω και αυτά “γρατζουνιστά” που λέμε… θα τρίζουν τα κόκαλα των παλιών ρε …που θα πάω ξυπόλητος….
-Μη φοβάσαι.. έλα συ και θα συγχρονιστούμε και το παλιό και το καινούργιο …και να δεις θα γουστάρεις …. άσε που θα λιγδώσει το άντερό σου που φέξαν και τα αυτιά σου από την νηστικομάρα…
Έτσι κι έγινε. Τρεις φορές την εβδομάδα ο “κύριος” Άκης άφηνε την ηλεκτρική, έπαιρνε το κομπλόι και ανέβαινε στο μικρό πάλκο, έπαιρνε πότε το τζουρά και πότε την κιθάρα και έπαιζε στην αρχή με πολύ “τράκο” , και μετέπειτα πιο ψύχραιμα , πιο καθαρά και γαλήνια… με τον καιρό έκανε σιγόντο και στο Γιώργο και την Κατερίνα, τις κύριες φωνές του μαγαζιού. Και το πράγμα τσούλησε πολύ ωραία όπως είχε πει ο Γιώργης …ερχόντουσαν φίλοι από την σχολή , τις μέρες που έπαιζα και τη βρίσκανε όμορφα μαζί με τους μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού που κατέβαιναν μέρα παρά μέρα να πιουν ένα κρασί και να ξεχάσουν λίγο τις στεναχώριες τους….
Μέρες ξενοιασιάς… πήρα τότε και την πρώτη μου μηχανή ένα παλιό CB750 που την είχε ξεχάσει ο χάρος αλλά εγώ την γούσταρα. Αλήτισσα και αρχόντισσα συνάμα … στα νιάτα της ήταν πολύ ωραία “γκόμενα” αλλά ο καιρός την είχε σπάσει… εγώ πάντως την έβλεπα κούκλα … ο μήνας λοιπόν είχε πάντα εννιά και μόνο ο φουκαράς ο κόκορας που πηγαινοερχόταν με την σχολή στην πλάτη έκανε παράπονα ..…
Κάποιες Παρασκευές που είχαμε μόνο φοιτητόκοσμο δεν παίζαμε παλιό ρεμπέτικο αλλά γύριζε το πρόγραμμα σε πιο ελαφρύ ρεπερτόριο και εγώ σιγοντάριζα με κιθάρα.
Τα παιδιά που έρχονταν δεν έκαναν τόσο κέφι με Μάρκο και έτσι έμπαινε και ο Γρηγόρης στο παιχνίδι. Ο Γιώργης είχε μύτη για τον κόσμο. Ένα περίεργο πράγμα. Ήξερε ποια μέρα θα είχαμε δουλειά , ποια μέρα θα είχαμε κεσάτια πότε θα είχαμε νεολαία και πότε κάνας παλιός μερακλής θα έμπαινε να κάνει φασαρία. Είχαμε και τσαμπουκάδες στο μαγαζί. Κάθε ρεμπετάδικο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει μια στο τόσο να ρίχνει ένα γερό “ταφταλέ” έτσι να ανάβουν τα αίματα και μετά να μονιάζουν όλοι με τραγούδι και κρασί. Πότε για καμιά κοπέλα , πότε για κάποια ζεϊμπεκιά που άλλος την περίμενε και άλλος την χόρεψε , απ΄ όλα είχε ο μπαξές όρεξη να είχες μόνο και να μην τα έπαιρνες και πολύ στα σοβαρά.
-“Ζόρικη θα είναι η μέρα σήμερα μόρτη μου” , έκανε ο Γιώργος και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. Έσκυψε πάλι στο μπουζούκι του και συνέχισε το κούρδισμα. Τι μου τσαμπουνάει τώρα σκέφτηκα εγώ. Στραβωμένος θα είναι γιατί κλείνει το μαγαζί σήμερα για καλοκαίρι και η δουλειά είχε κόψει πολύ.
-“Άραξε ρε Γιώργη , τελευταία μέρα που είναι σήμερα .Τίποτα φοιτητές θα έρθουν και αυτοί με το ζόρι. Δεν είδες χτες που παίζαμε για την πάρτη μας;” , απάντησα εγώ μα όχι με τόση σιγουριά … λες η μύτη του να μυρίστηκε τίποτα ; Με κοίταξε με ένα σπασμένο χαμόγελο αμίλητος.
-“Γιώργη κόψε την πλάκα ρε φίλε .Την είδες την σκηνή και τον σάκο; Έ, μόλις τελειώσουμε απόψε ο Άκης “αλεμάω” ακούς; Φορτώνω και την κιθάρα στη μηχανή και έφυγα για Άγιο Κωνσταντίνο. Με περιμένουν οι μάγκες , και «ραντεβού το Σεπτέμβριο» που λεν στα σινεμά. Καμία όρεξη για χουνέρια δεν έχω απόψε. Μόνο να κλείσουμε καλά θέλω….” μου απλώνει το τσιγάρο κόβοντάς μου τη φράση στη μέση.
-“Είπα εγώ ότι δεν θα κλείσουμε καλά; Εγώ είπα ότι θα είναι ζόρικη η μέρα….” και δώστου πάλι το μισό χαμόγελο. Τον κοίταξα και κούνησα το κεφάλι μου..
-“…..Τι να σου πω ρε Γιώργη…Πιάσε μια να κουρδίσω και εγώ….”
Παραδόξως το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο –όλο νεολαία- για τελευταία μέρα. Καλοκαίριαζε για καλά και ο κόσμος προτιμούσε ανοιχτές αυλές και γλάστρες με τριανταφυλλιές και βασιλικούς , αλλά είχε πέσει σύρμα από κάτι φίλους και είχαν έρθει για να μας ακούσουν κάνοντας μπούγιο. Το πρόγραμμα κυλούσε ωραία και οι παρέες έκαναν κέφι μέχρι αργά. Στο τέλος μείνανε λίγοι “οι καλοί” που λέγαμε που δεν έφευγαν αν δεν παίρνανε τα κλειδιά. Μπορούσα να διακρίνω κάθε τραπέζι εύκολα γιατί δεν είχε ντουμάνια.
Τότε την πρόσεξα στο βάθος.
Μια κοπέλα σε μια παρέα νεαρά παιδιά ήταν σκυφτή και κοιτούσε το ποτήρι της. Λεπτά χαρακτηριστικά και μακριά μαύρα μαλλιά. Ένα φρέσκο δάκρυ κυλούσε από το μάγουλό της. Ο Γιώργης τραγουδούσε .Είχε ωραία φωνή αλλά το τραγούδι δεν ήταν θλιμμένο. H κοπέλα όμως έκλαιγε .
-Γιώργη πιάσε την “Αρχόντισσα” ρε φίλε… Γύρισα και του είπα όταν τέλειωσε το τραγούδι.
- “Ποια Αρχόντισσα να πιάσω ρε αλάνι; Του Τσιτσάνη η την απέναντι στο τραπέζι που κοιτάς τόση ώρα;”
Κόκκαλο εγώ , πάλι το σπασμένο χαμόγελο ο Γιώργης…
-“Την είδες που κλαίει ρε Γιώργη η κοπέλα ; Ξέρεις τίποτα ; “
-“Παίξε τώρα και θα σου πω μετά…Δικά σου τα τραγούδια ότι γουστάρεις , λίγοι και καλοί μείναμε τώρα …”
Το παράπονο της κοπέλας παρέμεινε στο τραπέζι της και μου βάραινε την σκέψη όση ώρα παίζαμε. Κάποια στιγμή που κάναμε ένα διάλειμμα ο Γιώργης με έπιασε από κοντά.
“Η κοπέλα έχει ξανάρθει στο μαγαζί αλλά όχι μόνη της….Θυμάσαι ένα ψηλό παλικάρι που ερχότανε μαζί της όταν είχες πρωτοπιάσει δουλειά εδώ; “
Προσπάθησα να θυμηθώ … μια ψηλή φιγούρα με κράνος , ένα ευγενικό παιδί που ερχότανε στο μαγαζί μαζί της …
-“Ναι κάτι θυμάμαι αλλά αμυδρά. Για τον γκόμενο έκλαιγε έτσι ρε; “, απάντησα απότομα.
-“Ποιο γκόμενο ρε μαλάκα, αδερφός της ήτανε…” με αποπήρε ο Γιώργος.
-“Ήτανε είπες; “
-“Πρίν ένα χρόνο … με τη μηχανή ήτανε το παιδί…Γυρνούσε σπίτι του από την δουλειά και πετάχτηκε ένας από στόπ…στον τόπο έμεινε…εικοσπέντε χρονώ παλικαράκι.”
Δαγκώθηκα. – “Όχι ρε πούστη μου…” Να με συμπαθάς ρε Γιώργη νόμιζα …
-“Ντάξει είμαστε ρε που να το ήξερες ; Και εγώ τυχαία το είχα μάθει από ένα παιδί που ξέρω και είναι στην παρέα τους απόψε , φιλαράκι μου. Φαίνεται την έφεραν να ξεσκάσει και την πήρε από κάτω. Τι να πείς γάμησέ τα αλάνι. Άντε πάμε για τα τελευταία να κλείσουμε.”
Πέντε τραγούδια ακόμη παίξαμε αλλά ήμουν άκεφος. Ήθελα να σχολάσω και να σηκωθώ να φύγω. Ξαφνικά ένιωθα πολύ κουρασμένος. Τελικά μπορεί να κοιμόμουν σπίτι και να ξεκινούσα το πρωί. Όλη μου η διάθεση είχε φύγει. Άκου εικοσιπέντε χρονών …Δεν υπήρχε Θεός εκείνη τη μέρα ρε πούστη μου;