Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δάσος. Καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα (κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση…)
Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
Μπορείτε Κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε, και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
Και το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα...
Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ
Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος.
Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους.
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
Σε καμία περίπτωση! – αντέτεινε ο άντρας.
Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…
Paulo Coelho.