Το πρωί στο μηχανάκι με περίμενε μια έκπληξη λίγο δυσάρεστη. Το προστατευτικό της αλυσίδας σχεδόν ακουμπούσε στο έδαφος. Είχε σπάσει από την βάση του πάνω στο ψαλίδι.
Γαμώ την κηδεία μου, πώς έγινε αυτό σκέφτηκα και πόσα χλμ το είχα έτσι; Το μάζεψα, το έβαλα στην τσάντα και πήγα να δω αν έχει τίποτα να φάω για πρωινό γιατί ο αέρας της λίμνης μου είχε ανοίξει την όρεξη. Ύστερα από ένα αναπάντεχα καλό πρωινό (είχε πεντανόστιμες ντομάτες και ζυμωτό ψωμί) μάζεψα και ετοιμάστηκα να κάνω τον γύρο της λίμνης. Η λίμνη Βαν πάντα ηχούσε στα αυτιά μου σαν κάτι το «εξωτικό» οπότε την είχα βάλει στο πρόγραμμα να την γνωρίσω λίγο καλύτερα.
Έχω διασχίσει την Τουρκία ακολουθώντας τα παράλια του Εύξεινου Πόντου (από την Γεωργία) και την έχω διασχίσει κατά μήκος της (κεντρικά). Η νότια διαδρομή που έκανα τώρα μου φάνηκε η πιο φτωχή, από φυσικό κάλλος τουλάχιστον. Όλα αυτά όμως μέχρι το Silvan. Καλλιέργειες, χωράφια, ξεροτόπια ,ξεροπόταμα που και που κάποια λίμνη (συνήθως στο βάθος του οπτικού μου πεδίου) να σπάει την μονοτονία. Το χρώμα που κυριαρχούσε ήταν το κίτρινο των θερισμένων και μη σπαρτών
σε σημείο που ήρθε στο μυαλό μου ο πίνακας «το σταχοχώραφο με τα κοράκια» του Βαν Γκογκ. Τόσο πολύ ήταν το κίτρινο.