Για να είμαι ειλικρινής και εγώ ένας από αυτούς ήμουν. Πρωτοπήρα αμάξι στα 18, το αγάπησα το αμάξι για τα ταξίδια και την άνεση του με μια μικρή υπόνοια καγκουριάς στην οδήγηση μου. Λόγο οικονομικής κρίσης όμως και για ευχρηστία στα 21 μου, πήρα το δίπλωμα για μηχανάκι και πήρα ένα σκουτεράκι. Με το ζόρι έβγαλα απο πάνω τις φοβίες μου περί κινδύνου και σιγά σιγά το συνήθισα. Εντυπωσιασμένος δεν ήμουν καθόλου, ούτε η οδήγηση έλεγε πολλά αλλά ούτε και από αξιοπιστία. Ήμουν κάθε βδομάδα στα συνεργεία. Αυτό μέχρι που μια ανοιξιάτικη μέρα μου κάθεται μια ευκαιρία περί ανταλλαγής του κουρασμένου σκουτερ μου με ένα bandit του 98. Και από την πρώτη στιγμή που το καβάλησα ένιωσα ένα μικρόβιο να μπαίνει μέσα μου. Ξαφνικά άρχισε να μου αρέσει η οδήγηση μοτοσικλέτας, άρχισε να μου αρέσει να στρίβω, το γλυκό της γκάζι, άρχισε να μου αρέσει το στυλ και κάθε προκατάληψη που είχα για τις μοτοσικλέτες εξαφανίστηκε. Την ημέρα όμως που αυτό το μικρόβιο μπήκε για τα καλά στον οργανισμό μου, ήταν όταν πραγματοποίησα το πρώτο μου ταξιδάκι με το bandit (Αθήνα - Ναύπλιο από Επίδαυρο). Εκεί πραγματικά διαπίστωσα τις ουσιαστικές διαφορές μηχανής και αυτοκινήτου. Στην συνέχεια ανέβηκα λίγο κατηγορία (παίρνοντας το φειζεράκι) και το μικρόβιο της μηχανής μπήκε στο DNA. Διαπίστωσα πως η μοτοσικλέτα από μόνη της δεν είναι απλά ένα μέσο μεταφοράς, αλλά εμπειρία. Εμπειρία που ούτε το πιο γρήγορο αμάξι δεν μπορεί να σου προσφέρει. Επίσης η μοτοσικλέτα διαπίστωσα πως με έκανε καλύτερο οδηγό. Είτε οδηγούσα μηχανή είτε αμάξι.