Τι μεσολάβησε; Δύο ώρες πακετώματος, κούρασης, αγωνίας και φυσικά πολλών εσωτερικών μπινελικιών.
Είχα που λέτε τη φαεινή ιδέα μιας και ο δρόμος προς Μέτσοβο ήταν κλειστός να συνεχίσουμε ευθεία απ'τη διασταύρωση και όπου μας βγάλει (προς Ματσούκι, σε περίπου 10 χλμ).
Τα παιδιά συμφώνησαν λιγότερο ενθουσιωδώς, και ξεκινήσαμε... μετά από μερικά μέτρα συναντήσαμε τις πρώτες λάσπες, που έπιαναν όλο το πλάτος του δρόμου. Ήταν λίγο κατηφορικά, είχαμε και λίγη φόρα, ήμαστε και ξεκούραστοι και ψυχωμένοι, τις περάσαμε χωρίς πολλά προβλήματα.
Ο zikpol διατηρούσε τις επιφυλάξεις του σχετικά με τη σοφία του εγχειρήματος αλλά εγώ φυσικά έλεγα "ωχού μωρέ" και προχωρούσα. Ώσπου, μετά από 1200 μέτρα, πηγαίνοντας με 5χαω, βρίσκομαι στο χώμα, με το Vstrom στα πόδια μου. Γυρίζω να κοιτάξω την Έλενα, φαινόταν καλά. Είχαμε πέσει μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου χωρίς κανένα λόγο και δεν το είχα πάρει καν χαμπάρι!
Ευτυχώς και η Έλενα και εγώ δεν είχαμε καν σκονιστεί. Είχαμε πέσει σε ΣΤΕΓΝΟ κομμάτι, που ήταν τουλάχιστον αψυχολόγητο. Το Vstrom προσγειώθηκε σε μαλακό χώμα και δεν έκανε την παραμικρή γρατζουνιά - ούτε ο καθρέφτης δε στράβωσε.
Αγνοώντας το ψυχολογικό καταρράκωμα που ήταν προ των πυλών (πρώτη φορά που πετάω κάτω την Έλενα σε αρκετά χρόνια κυκλοφορίας με μηχανάκι), ρώτησα τον zikpol αν είδε τι είχε γίνει και μου απάντησε πως μου είχε πετάξει (κώλο) το πίσω μέρος.
Ως γνήσιος πανίβλαξ δεν έκατσα να το σκεφτώ και να αναζητήσω την αιτία, να ΚΑΤΑΛΑΒΩ γιατί είχαμε πέσει. Ανασήκωσα τους ώμους και με την υπεροψία ανθρώπου που έπεσε και δε γρατζουνίστηκε καν πρότεινα να συνεχίσουμε αμέσως.
Όπως και έγινε. Περάσαμε άλλο ένα λασπωμένο σημείο, και μετά από περίπου 100 μέτρα ένιωσα το μπροστινό να λυγίζει και ΜΠΑΑΑΜ! πάρτους κάτω πάλι.
Δεύτερη χύμα μέσα σε 100 μέτρα, ΔΕ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ. Να θέλω να ανοίξει η Γη να με καταπιεί... αυτή τη φορά πέσαμε σε σημείο με πέτρες και παρόλο που εγώ τη γλίτωσα, η Έλενα έπεσε με τη μέση και χτύπησε λίγο, και το μηχανάκι έπαθε ψιλοπράγματα (σπασμένο φλας, χτύπημα στο μπροστά κάγκελο, γρατζουνιές στο πλαστικό του ρεζερβουάρ, σπάσιμο του (ακρόμπαρουακριανού κομματιού του τιμονιού, σπάσιμο της πλαστικής χούφτας και στράβωμα της μανέτας συμπλέκτη).
Με τις υγείες μας! Ευτυχώς μέσα στη βλακεία μου ΚΑΙ δε χτύπησε σοβαρά η Έλενα και δεν έπαθε κάτι το μηχανάκι που δε θα μας επέτρεπε να κατέβουμε ασφαλώς (πχ σπασμένη μανέτα, λεβιέ ταχυτήτων κτλ).
Αυτή τη φορά έκατσα και το σκέφτηκα λίγο καλύτερα το θέμα. Η Έλενα μου είχε πει από πριν ότι της φαίνεται πως δε γυρνάει εύκολα ο μπροστά τροχός, και φυσικά είχε δίκιο. Είχε μαζευτεί τόση λάσπη κάτω απ'το μπροστινό φτερό που ο τροχός δε μπορούσε πια να γυρίσει καθόλου. Άνοιγα το γκάζι και το μηχανάκι απλά γονάτιζε στη μπροστινή του ανάρτηση.
Κάπου εκεί άρχισε το άγχος. Η ώρα ήταν 12:30 το μεσημέρι, ήμαστε στα 2000+ μέτρα και έριχνε περιοδικές ψιχάλες. Το πλησιέστερο χωριό βρισκόταν πίσω, στους Καλαρρύτες, σε περίπου 12 χιλιόμετρα δρόμου. Αν φτάναμε ως τη διασταύρωση θα ήμαστε μια χαρά, αλλά ως εκεί είχαμε να περάσουμε ανηφορικά λασπωμένα κομμάτια. Με τους τροχούς μας ήδη μπλοκαρισμένους από τη στεγνωμένη λάσπη, αυτή δε φαινόταν ιδιαίτερα απλό.
Αποφασίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες πως η ασφαλέστερη επιλογή ήταν η επιστροφή. Ο δρόμος μπροστά φαινόταν να ανηφορίζει ελαφρά και όπως και να το κάνουμε προτιμώ το γνωστό πακέτο από το άγνωστο. Η Έλενα ξεκίνησε με τα πόδια για να περάσουμε ευκολότερα εμείς με τα μηχανάκια τα δύσκολα σημεία.
Από κει και πέρα ξεκίνησε μια Οδύσσεια με τον zikpol και μένα να κάνουμε 10-20 μέτρα και μετά να ξαναφρακάρουν οι τροχοί και να πρέπει με τα εργαλεία της Suzuki να απομακρύνουμε το πετρωμένο χώμα κάτω από τα φτερά.
Δε μπορώ να περιγράψω τη κούραση και τη ταλαιπωρία... από τη κούραση δε μας ένοιαζε που πατούσαμε μέσα σε λάσπη, ούτε που κόβαμε τα χέρια μας πάνω στα δισκόφρενα προσπαθώντας να ξεμπλοκάρουμε τους τροχούς. Αφού απογοητευτήκαμε τελείως από αυτή τη διαδικασία (είχαμε φάει ήδη μία ώρα από τη στιγμή που έφυγε η Έλενα και δεν είχαμε κάνει ούτε 200 μέτρα) είπαμε να βγάλουμε τα μπροστινά φτερά να τελειώνουμε.
Αμ δε... οι βίδες του Vstrom που κρατάνε το φτερό είναι δύο σταυρόβιδες που βγαίνουν εύκολα, και δύο βίδες για 8άρι καρυδάκι που η μία τουλάχιστον δεν έβγαινε με τίποτα, αφού μόλις την πίεζες λίγο με το γαλλικό κλειδί που δίνει η Suzuki έτρωγε τις γωνίες της! Εκεί κάναμε ακόμα μια βλακεία μέσα στη κούρασή μας - βγάλαμε τις τρεις βίδες πριν διαπιστώσουμε κατά πόσο θα έβγαινε η τέταρτη. Έτσι μετά, λόγω της στερεοποιημένης λάσπης κάτω απ'το φτερό δε μπορούσαμε να ξαναβάλουμε τις βίδες και αναγκάστηκα να αφήσω το Vstrom μου για κάποιες ώρες μόνο με 2 βίδες σωστά σφιγμένες και τις άλλες 2 στη τσέπη.
Αφού απέτυχε και η αφαίρεση του φτερού, η μόνη επιλογή ήταν να συνεχίσουμε όπως πριν, απομακρύνοντας τη λάσπη με τα εργαλεία και ελπίζοντας να μη πέσουμε όταν ξαναμπλοκάρει ο τροχός. Προχωρήσαμε έτσι μέχρι που φτάσαμε στο κρίσιμο σημείο - ένα καταλασπωμένο ανηφορικό κομμάτι που ήταν λίγα μέτρα πριν τη διασταύρωση. Ήμαστε ήδη κουρασμένοι, λερωμένοι με λάσπες ακόμα και μέσα απ'τα κράνη και με ψυχολογία για τα μπάζα. Πρώτος προχώρησε ο zikpol επειδή εγώ ήμουν πιο κουρασμένος αλλά και απογοητευμένος από τις πτώσεις. Έκανε μερικά μέτρα και μετά βούλιαξε μέσα στη λάσπη.
Πωωω... τι ταλαιπωρία. Τραβήξαμε το Vstrom του έξω από τη πολύ λάσπη, βάλαμε πέτρες σε μια νοητή διαδρομή μπροστά του για να πατήσει πάνω τους και να φύγει, ξεφουσκώσαμε τα λάστιχα (λίγο, γύρω στα 10psi όπως αποδείχθηκε αργότερα) για να έχουμε καλύτερη πρόσφυση και ξεκινήσαμε να σκάβουμε με χέρια και εργαλεία για να ξεμπλοκάρουμε στοιχειωδώς το μπροστινό του τροχό. Μετά από κανένα 20λεπτο και μια ήδη αποτυχημένη προσπάθεια, είχαμε εξουθενωθεί.
Άρχισε και μια ψιχάλα σε εκείνη τη φάση, σκοτείνιασε και ο ουρανός παρόλο που ήταν μόλις 2 το μεσημέρι και η πιθανότητα να μη καταφέρουμε να ξεκολλήσουμε άρχισε να φαίνεται όλο και πιο μεγάλη. Σε εκείνο το σημείο κατάπια τα τελευταία ψήγματα εγωισμού που μου είχαν απομείνει και πήρα τηλέφωνο το Μπάμπη, απ'το ορειβατικό καταφύγιο στα Πράμαντα, όπου είχαμε διανυκτερεύσει.
Του είπα πως είχαμε πάει εκεί που μας είχε συμβουλέψει να μη πάμε και πως είχαμε κολλήσει. Περίμενα το απαραίτητο σχόλιο για τη διαγαλαξιακή έκταση της υπεροψίας μου, αλλά το μόνο που άκουσα ήταν ένα "παίρνω εργαλεία και έρχομαι".
Άααα ρε Μπάμπη, λαμπάδα στο μπόι σου θα σου ανάψω (σκέφτηκα). Με ελαφρώς λιγότερο άγχος, συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Ανέβηκα στο μηχανάκι του zikpol και αυτός ανέλαβε το σπρώξιμο για να ξεκολλήσει απ'τη λάσπη. Ο λόγος ήταν ότι είμαι πιο αδύναμος αλλά και πιο πεπειραμένος στην οδήγηση στο χώμα (όπως έγινε προφανές με τις απανωτές χύμες μου...) και το μηχανάκι για να αποφύγει τη πολλή λάσπη έπρεπε να περάσει στο χείλος του δρόμου, πάνω από πέτρες αρκετά άγριες, με μπόλικα μέτρα γκρεμίλας μερικούς πόντους δίπλα από τη ρόδα.
Με αυτή την ύστατη προσπάθεια το μηχανάκι του zikpol ξεκόλλησε, και μόλις απέκτησε λίγη φόρα, πετώντας κώλους συνεχώς δεξιά αριστερά, συμπεριφερόμενο σα να ήταν το μπροστά φρένο πατημένο πάνω σε πέτρες, καταφέραμε και το βγάλαμε από το λασπωμένο σημείο.
ΠΟΛΛΑ πανηγύρια σε εκείνη τη φάση, επειδή είχαμε δει ότι μπορούμε να το κάνουμε! Η ίδια κατάσταση επαναλήφθηκε και με το δικό μου. Φόρα, κόλλησε, μια προσπάθεια να ξεκολλήσει αποτυχημένη, η δεύτερη μετά από κανένα 20λεπτο επιτυχής!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ - μέσα σε 2 λεπτά φτάσαμε στη διασταύρωση με μυς να τρέμουν απ'την εξάντληση. Πήρα αμέσως τηλέφωνο το Μπάμπη να τον προλάβω, που ευτυχώς είχε μόλις βγει απ'το χωριό. Τον ευχαρίστησα (α ρε Μπάμπη τις αμαρτίες μου σου φόρτωσα!) όσο μπορούσα για την ευγενική του υποστήριξη που τόσο μας βοήθησε ακόμα και ψυχολογικά σε μια στιγμή απελπισίας και αμέσως αρχίσαμε να κατηφορίζουμε το χωματόδρομο προς Καλαρρύτες.
Βρήκαμε την Έλενα μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω και επιστρέψαμε στον πολιτισμό.