Κάποιες μικρές πεδιάδες άρχισαν να σχηματίζονται, ενώ τα ρέματα είχαν ξαναζωντανέψει με το νερό που κυλούσε μέσα τους. Αστραφτερά βράχια που λαμπύριζαν από τις σταγόνες της βροχής, μικρά «ανάγλυφα» λοφάκια με σμιλεμένους από το νερό διαδρόμους ανάμεσά τους, συστάδες από φοίνικες συνέθεταν μια καινούργια εικόνα που πάλι δεν είχα ξαναδεί.
Πολύ ενδιαφέρον κομμάτι αυτό σκέφτηκα. Και πραγματικά ήταν αφού κυριολεκτικά από το πουθενά σηκώνει έναν απίστευτο αέρα ο οποίος σε λιγότερο από ένα λεπτό εξελίχθηκε σε αμμοθύελλα. Γαμώ την κηδεία μου λέω τώρα την γάμησα, θα μπει άμμος στα καρμπυρατέρ και θα τελειώσω εδώ. Χωροταξικά είχα βγει στην ευθεία και στο βάθος της, και στην αριστερή πλευρά του δρόμου (δηλαδή στο αντίθετο ρεύμα) είχα διακρίνει, πριν αρχίσει το πατιρντί, κάποια κτίρια τα οποία πιο πολύ ευχόμουν, παρά πίστευα ότι ήταν βενζινάδικο. Η θολούρα, ο θόρυβος, οι ριπές τις άμμου που πονούσαν στα χέρια μου με έκαναν να πραγματοποιήσω μία αλλά Τσάκι Τσαν καρατιά. Κατεβάζω τρίτη, δίνω τα τελευταία γκάζια στο μηχανάκι, φορτώνω 4η και με το μηχανάκι να πηγαίνει βάρκα γυαλό, χωρίς να βλέπω ποιος ή τι υπάρχει μπροστά μου έχω φτάσει στο ύψος των κτιρίων.