Αράζουμε λοιπό στο μαγαζί που λέγαμε και πάω μέσα να παραγγείλω καφεδάκι,ένεκα πολύ χαρμάνης και ανυπόμονος.
Πιάνω λίγο την πάρλα με το σερβιτόρο μέχρι να γίνει ο καφές,γίνεται ο καφές,τον αρπάω και πα να κάτσω εκεί που καθόμασταν.Αδειο το τραπέζιούτε φλυτζάνια ούτε τίποτα!
Πήγα να σκεφτώ κάτι κακό και πρόστυχο ώσπου τον είδα να κάθεται σε άλλο τραπέζι,που ήδη κάθονταν άλλοι τρεις!,δυο άντρες και μια κοπέλλα!
"Τι διάολο,πότε πρόλαβε κι έκανε παρέες ο τζερεμές!" Πάω δειλά-δειλά,κοιτάω σαν ηλίθιος,και ο ένας εκ τών αντρώνε(φορούσαν γυαλιά ηλίου και τζόκεϊ αμφότεροι)αυτός με το πράσινο μακό,με κο΄λιταζε προσπαθώντας να μη σκάσει στα γέλια.
"Ρε τι μού θυμίζει...ρε πού τονε ξέρω το γκιαρατά(δικό του είν' αυτό)....
αμάν!Ο...ο...ο......
Αυτός!
![]()