Ανακαλύψεις πιστοποιούν Βιβλικές περιγραφές
Με την πάροδο του 20ού αιώνα όλο και πιο πολλά ευρήματα έρχονταν στο φως επαληθεύοντας τις βιβλικές περιγραφές. Στις αρχές του 1900, Γερμανοί αρχαιολόγοι με επικεφαλής τον Ρ. Κόλντεβεη χαρτογράφησαν την αρχαία Βαβυλώνα και βρήκαν ότι έμοιαζε πολύ με εκείνη της Βιβλικής περιγραφής. Πολλά από τα Αιγυπτιακά ευρήματα επίσης συμβαδίζουν με όσες πληροφορίες μας δίνει η Βίβλος γι’ αυτή.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει επίσης ξεθάψει πολιτισμούς άλλων αρχαίων λαών για τους οποίους η μόνη αναφορά για την ύπαρξή τους ήταν στη Βίβλο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το βασίλειο των Χιττιτών (ή Χετταίων), για την ύπαρξη του οποίου η μόνη ιστορική αναφορά που υπήρχε ήταν στη Βίβλο, και γι’ αυτό το λόγο πολλοί από τους κριτικούς της Βίβλου θεωρούσαν μυθολογική την ύπαρξη ενός τέτοιου βασίλειου. Όπως αναφέρει ο Γκλήσον Άρκερ: “Οι αναφορές (της Βίβλου) για τους Χιττίτες θεωρούνταν αναξιόπιστες και απορρίπτονταν ως εντελώς φανταστικές” (A Survey of Old Testament Introduction, 1974, σ. 165). Ωστόσο, εκσκαφές που έγιναν στη Συρία και Τουρκία αποκάλυψαν πολλά Χιττιτικά μνημεία και έγγραφα, αποδεικνύοντας ότι οι Χιττίτες ήταν ένα δυνατό έθνος, μία αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη Μ.Ασία μέχρι τα βόρεια του Ισραήλ.
Μία άλλη επίσης πολύ σημαντική ανακάλυψη ήταν η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκρής Θάλασσας (Κουμράν). ΟΙ κύλινδροι, που ήταν γραμμένοι σε αρχαία Εβραϊκή γραφή, βρέθηκαν σε σπηλιές κοντά στη Νεκρή Θάλασσα το 1947. Μερικοί από αυτούς είναι βιβλία της Π. Διαθήκης γραμμένα 150 χρόνια πριν την εποχή του Χριστού, τα οποία ταυτίζονται με τα νεώτερα Εβραϊκά χειρόγραφα (του 7ου-8ου αι. μ.Χ.) αποδεικνύοντας ότι το Βιβλικό κείμενο δεν είχε υποστεί αλλοιώσεις στο πέρασμα των αιώνων. Όμως η αμφισβήτηση της Βίβλου που είχε γίνει τον περασμένο αιώνα είχε κλονίσει την πίστη πολλών.
Πρόσθετη κατανόηση της Βίβλου
Η International Standard Bible Encyclopedia (1979, τομ. 1, σ. 244) εξηγεί: “Υπήρχαν λόγιοι του 19ου αιώνα που ήταν σίγουροι πως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, και ίσως και ο Μωυσής ήταν απλά κάποια φανταστικά δημιουργήματα μεταγενέστερων Ισραηλιτών συγγραφέων. Αλλά η αρχαιολογία έχει τοποθετήσει αυτές τις βιβλικές μορφές σε ένα πραγματικό κόσμο”. Σαν αποτέλεσμα, ένας διάσημος λόγιος σαν τον Τζων Μπράιτ, αφού αφιερώνει 36 σελίδες σ’ αυτό το θέμα, να μπορεί να γράψει, “η εικόνα που μας δίνει η Βίβλος για τους πατριάρχες [Αβραάμ κ.α.] είναι βαθειά θεμελιωμένη πάνω στην Ιστορία”. Η αρχαιολογία προμηθεύει τα μέσα για την κατανόηση πολλών βιβλικών συνθηκών� προσθέτει τη διάσταση της πραγματικότητας σε βιβλικές περιγραφές που διαφορετικά θα φαίνονταν παράξενες και κάπως εξωπραγματικές, και έτσι εφοδιάζει τη Βίβλο με ένα στοιχείο αξιοπιστίας.
Παρόλο που ένας πιστός δε ζητάει αρχαιολογικές αποδείξεις γι’ αυτά που πιστεύει, θέλει να αισθάνεται ότι η πίστη του είναι μία ιστορική πραγματικότητα και όχι μία απλώς μεταφυσική πίστη. Η αρχαιολογία προμηθεύει στον πιστό με στοιχεία από ευρήματα βιβλικών τόπων και χρόνων, τα οποία αυτός ερμηνεύοντάς τα, έχει μια βιβλική πίστη σε έναν Θεό ο οποίος ενεργεί με υπαρκτά πρόσωπα, σε υπαρκτούς τόπους και χρόνους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κύριος σκοπός της Βίβλου είναι η καταγραφή όχι επιστημονικών και ιστορικών πληροφοριών, αλλά των σχέσεων του Θεού με την ανθρωπότητα. Ένα κοινό θέμα σ’ όλη τη Βίβλο είναι η συμμετοχή του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Είτε πρόκειται για την περιγραφή της δημιουργίας και των πρώτων ανθρώπινων γενεών πριν και μετά τον Κατακλυσμό, είτε για την πορεία του λαού Ισραήλ, είτε για τη ζωή του Ιησού και τη δράση της πρώτης Εκκλησίας, ο Θεός είναι ο κεντρικός άξονας.
Βέβαια, μεγάλο μέρος της Βίβλου, όπως π.χ. τα προφητικά και αποκαλυπτικά κομμάτια της ή τα θαύματα, αφορά υπερφυσική αποκάλυψη που έχει δώσει ο Θεός και η οποία φυσικά δεν μπορεί να εξεταστεί με την επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι πολλές απ’ τις πληροφορίες της Βίβλου δεν μπορούν να επαληθευτούν με τη μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ωστόσο, η θεόπνευστη περιγραφή της αλληλεπίδρασης του Δημιουργού με ζωντανούς ανθρώπους κινείται μέσα στο φυσικό περιβάλλον εκείνων των ανθρώπων, και κάθε ανάλογη πληροφορία δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή, αφού ο Θεός δεν μπορεί να πει ψέματα (Τίτος 1:2).
Όρια στην αρχαιολογική έρευνα
Η αρχαιολογία μπορεί να αποκαλύψει φυσικές μαρτυρίες σχετικές με τη βιβλική ιστορία, αλλά η εικόνα που παρουσιάζει είναι αποσπασματική� δεν έχουν επιζήσει όλα τα αρχαία μνημεία, και επίσης τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη μελέτη των υπαρχόντων είναι αβέβαια πολλές φορές. Όπως σ’ ένα παζλ, τα κομμάτια αρχικά μπορεί να τοποθετούνται λάθος. Όσο γίνονται νέες ανακαλύψεις ή προσφέρονται νέες ερμηνείες, η θέση μερικών κομματιών μπορεί να αλλάξει.
Η χρονολόγηση των βιβλικών τοποθεσιών βασίζεται κυρίως σε κεραμικά που έχουν διασωθεί, τα οποία με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σχετίζονται με αντίστοιχες ιστορικές περιόδους. Αυτό που τελικά έχουμε πολλές φορές είναι μία ασαφής εικόνα του παρελθόντος. Όπως σχολιάζει ο αρχαιολόγος Πωλ Γ. Λάππ, “η Παλαιστινιακή αρχαιολογία μπορεί να πέρασε τη βρεφική της ηλικία αλλά δύσκολα θα προχωρήσει πέρα απ’ την παιδική”. Μερικοί αρxαιολόγοι εκτιμούν πως μόνο 1,000 περίπου απ’ τις αρχικές τοποθεσίες έχουν ανακαλυφθεί. Περίπου άλλες 5,000 ακόμα είναι γνωστές στους επιστήμονες στην Παλαιστίνη, και μόνο 350 έχουν εκσκαφτεί πλήρως. Όλα τα συμπεράσματα, λοιπόν, βασίζονται πάνω σε μικρές ποσότητες μαρτυρίας.
Παρά το ότι το υλικό που έχει εκσκαφτεί και αναλυθεί είναι σχετικά λίγο, σήμερα έχουμε σημαντική μαρτυρία που επιβεβαιώνει τη βιβλική διήγηση. Όλο και περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως. Σημαντικά τμήματα του ιστορικού αρχείου της Π. Διαθήκης έχουν τώρα συσχετιστεί μεταξύ τους από την αρχαιολογία.
Ποτέ δεν θα αποκτήσουμε όλη τη φυσική μαρτυρία Το μεγαλύτερο μέρος της έχει καταστραφεί από το χρόνο και τη φθορά. Δεν μπορούμε να αναπαράγουμε τα θαύματα, ούτε μπορούμε να ερευνήσουμε την παρουσία του Θεού και να την επιβεβαιώσουμε με τις εργαστηριακές μελέτες της αρχαιολογίας. Η πίστη πάντα θα βασίζεται σε πνευματική διάκριση και εμπιστοσύνη στο Λόγο του Θεού.
Πώς η Αρχαιολογία έκανε κάποιον να πιστέψει
H αφθονία της αρχαιολογικής μαρτυρίας που υποστηρίζει τη Βίβλο μπορεί να ενισχύσει την πίστη, και σε μερικές περιπτώσεις έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στο να γεννηθεί πίστη εκεί όπου δεν υπήρχε καθόλου πριν.
Παράδειγμα αυτού είναι η ζωή του Άγγλου Γουίλλιαμ Μ. Ράμσαιη (1851-1939). Γεννημένος μέσα στην πολυτέλεια, ανατράφηκε ως μη-πιστός από τους αθεϊστές γονείς του. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με διδακτορικό στη φιλοσοφία και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντηήν. Μελέτησε αρχαιολογία με σκοπό να αποδείξει λανθασμένη τη διήγηση της Βίβλου. Όταν ετοιμάστηκε με τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια, ταξίδεψε στην Παλαιστίνη και εστίασε τις έρευνές του στο βιβλίο των Πράξεων, για το οποίο πίστευε ότι θα μπορούσε να αποδείξει ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας μύθος.
Μετά από 25 χρόνια έρευνας, ο Ράμσαιη είχε μείνει κατάπληκτος από την ακρίβεια του βιβλίου των Πράξεων. Στην αναζήτησή του να αποκηρύξει τη Βίβλο, είχε ανακαλύψει πολλά γεγονότα τα οποία επιβεβαίωναν την ακρίβειά της. Ήταν αναγκασμένος να παραδεχτεί ότι η διήγηση του Λουκά στις Πράξεις για τα γεγονότα και τα περιβάλλοντα ήταν απόλυτα ακριβής, ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Έτσι στο βιβλίο που έγραψε, “Ο Παύλος, Ταξιδευτής και Ρωμαίος Πολίτης”, όχι μόνο δεν επιτέθηκε στη Βίβλο, αλλά και την υποστήριξε.
Τελικά, ο Γουίλλιαμ Ράμσαιη συγκλόνισε τον κόσμο των διανοούμενων όταν έγραψε ότι μεταστρεφόταν στο Χριστιανισμό. Είναι ειρωνικό, ο άνθρωπος που ξεκίνησε για να αποδείξει ότι η Βίβλος είναι λανθασμένη, να βρεθεί να δέχεται τη Βίβλο ως το Λόγο του Θεού, εξαιτίας της έρευνάς του και των ανακαλύψεών του.
Mario Seiglie (Περιοδικό Good News , Mάιος 1996)