Αυτό εδώ, δεν είναι για εμένα.
Είναι για τα μποτάκια μου τα μπλε, που οι σόλες τους έχουνε λιώσει στις φλέβες και στα μονοπάτια σου.
Είναι για όσες φορές λούστηκα στα ρυάκια σου, και ξεδίψασα στα νερά σου.
Είναι για τη σπηλιά του Πάνα και για την κορυφή της Κυράς, όπου οι θρύλοι ακόμα μιλούν για την Αρτέμιδα Κυνηγό � ακόμα αχολογά το τρέξιμό της τις φεγγαρόλουστες βραδιές, τρέχει με τα ελάφια της και τα σκυλιά της.
Είν΄ για την κούκλα ελαφίνα που συνάντησα στην τελευταία βόλτα μας, λίγο πριν ξεσπάσει η μεγάλη καταιγίδα με τους κεραυνούς, στ΄αρχαίο το Φρούριο που κάποτε επέβλεπαν ποιοί μπαίνουν και ποιοί βγαίνουν στο κλεινόν το άστυ.
Ας είναι ευλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι να �ρθουν θα θυμίζουνε εκείνη. Ας είναι ευλογημένη.
Είναι για όλα τα κλάμματα της ζωής μου που ξεσπάσαν από χθες κι όμως δε λεν να σταματήσουν. Στέγνωσαν σαν το χώμα σου τα μάτια μου κι όμως τα κλάμματα βγαίναν ακόμη, κι άλλο, σαν κραυγές.
Βλέπεις, εγώ δεν είμαι δέντρο σου, για να πεθάνω όρθια και σιωπηλή.
Ούτε είμαι ελάφι σου, κι ας κλαίω με δάκρυα, κι ας τρέχω στις πλαγιές σου.
Δεν είμαι ούτε βουνό, όσο κι αν προσπαθώ � κι ό,τι κι αν μου ΄μαθες φαντάζει άχρηστο, τώρα που σε βλέπω να κείτεσαι έτσι όπως σε καταντήσαν, Ομορφιά μου και Αύρα μου. Ό,τι μου έμαθες ήτανε πάντα μέσα μου θάλασσα σιωπηλή, ακύμαντη και παντοδύναμη �τώρα, σα να �ρθε η ώρα της παλίρροιας.
Δεν είμαι βουνό. Γιατί αν ήμουν, θα �χα τους κεραυνούς και την οργή σου.
Δεν είμαι.
Είμαι μονάχα ένας ηλίθιος άνθρωπος. Κι έχω μονάχα κλάμματα, και Λόγο. Κι όσο κι αν η παλίρροια των «γιατί» με πλυμμυρίζει, λογόφιλη δεν θα γίνω. Θα είμαι υπάκουη σε σένα, θα είμαι όλα αυτά που μου όρισες. Θα είμαι σαν κι εσένα, σιωπηλή, κι ας τρέχουνε ποτάμι από τα χθες τα δάκρυα που κάνουνε τους γύρω μου να ψιθυρίζουν.
Σιωπή επέλεξες κι εσύ, ετούτη τη φορά, για να μιλήσεις. Ούτε το θρόισμά σου, ούτε την πρωινή σου ανάσα από πάχνη, ούτε τα πλασματάκια που πηδοβολούσαν σε μυριάδες μονοπάτια. Ούτε και κεραυνούς � σιωπή. Και τη νεκρή σου εικόνα. Κι αντί για τη δροσιά σου και την ορεινή ευλογία, μας έστειλε ο άνεμος σήμερα το πρωί τη νεκρική σου τέφρα μες τα μούτρα. Αυτό που μας αξίζει.
Πάμε για ν� αποκοιμηθούμε μες τις βατραχοπυτζάμες μας. Να πάρουμε διακοποδάνεια και κάρτες, να ψωνίσουμε και κάτι ακόμα, να φάμε ώσπου να σκάσουμε, να ανοίξουμε το Playboy και να βάλουμε το μαύρο το κουτάκι όχι στο αιδοίο αλλά στο πρόσωπο, να χαζέψουμε στην τηλεόραση γελοίους και να ψηφίσουμε νεοπουτάνες στα καλλιστεία. Αυτό που μας αξίζει.
Εγώ θα είμαι βουνό. Θα είμαι αυτό που μου έμαθες, και θα σιωπώ, σε μια σιωπή που θα καταλαβαίνουμε μονάχα οι δυό μας, μάνα και κόρη με ομφάλιο λώρο. Γιατί αυτό τους αξίζει. Γιατί ο μακροσαγιτάρης Φοίβος, η Αρτέμιδα και τα ελάφια τους δεν τρέχουν πια εδώ. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
�