Ήταν ο Μπαγκς Μπάνυ και ο Ντάφυ Ντακ στο γραφείο. Περνούσαν τα υπόλοιπα καρτούν να πάρουν το μισθό τους. Πάει ο Πόρκυ Πιγκ:
- Καλ-καλ-καλημέρ Μπαγκς!
- Καλημέρα Πόρκυ, βιάζεσαι;
- Ο-ο-ο-όχι Μπαγκς περιμένω...
Πάει ο Έλμερ Φαντ:
- Καλημέρα Έλμερ! Είσαι βιαστικός;
- Όχι φίλε μου, θα σε περιμένω...
Πάει και το Κογιότ:
- Καλημέρα παιδιά, πέστε γρήγορα τα λεφτά γιατί κυνηγάω ακόμα το Μπιπ-μπιπ.
- Οκ, φίλε, πήγαινε στο δίπλα γραφείο, στον Ντάφυ.
Ηθικό δίδαγμα:
Όποιος βιάζεται, στον Ντάφυ.
ψυχή μου πιες, πιες όσο θες μήπως και πάρεις στροφές
Ο Γλάρος / ψόφα φούστη γλάρε
ψαναψόφα φούστη γλάρε
ψυχή μου πιες, πιες όσο θες μήπως και πάρεις στροφές
Ο Γλάρος / ψόφα φούστη γλάρε
ψαναψόφα φούστη γλάρε
1. μπινές
Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).
Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».
ψυχή μου πιες, πιες όσο θες μήπως και πάρεις στροφές
Ο Γλάρος / ψόφα φούστη γλάρε
ψαναψόφα φούστη γλάρε
Την ημέρα της Κρίσης πεθαίνουν όλοι και πάνε στον παράδεισο. Μπαίνει μέσα ο θεός και λέει:
- Οι γυναίκες να πάνε στην κόλαση κατευθείαν. Όσο για τους άνδρες, θέλω να κάνετε μια σειρά όσοι είχατε το πάνω χέρι στο γάμο σας και μια άλλη όσοι κάνατε ό,τι σας έλεγαν οι γυναίκες σας.
Φεύγουν λοιπόν οι γυναίκες και κάνουν οι άνδρες δύο γραμμές.
Η μία (αυτή με τους υποχείριους άνδρες) έχει μήκος 100 μίλια και στην άλλη είναι μόνο ένας άνδρας.
Τα παίρνει ο θεός:
- Ρε εσείς, εγώ έπλασα τη γυναίκα από εσάς, άρα έπρεπε να είσαστε από πάνω της και εσείς με ξεφτιλίσατε. Μόνο αυτός εδώ είναι αντάξιος για τον παράδεισο. Πες μου τέκνο μου, πώς κατάφερες να μείνεις σε αυτή τη γραμμή;
- Εμένα, βασικά, η γυναίκα μου είπε να κάτσω εδώ!
ψυχή μου πιες, πιες όσο θες μήπως και πάρεις στροφές
Ο Γλάρος / ψόφα φούστη γλάρε
ψαναψόφα φούστη γλάρε
Ένας νεαρός εγγαστρίμυθος δουλεύει σ' ένα μικρό κλαμπ μια επαρχιακής πόλης. Κάποιο βράδυ, αφού έχει κάνει τα συνηθισμένα του κόλπα κι έχει πει τα συνηθισμένα του ανέκδοτα για γυναίκες, ξανθιές, πόντιες, σηκώνεται μία ξανθιά και του λέει:
- Ακούσαμε αρκετά απ' αυτά τα ηλίθια ανέκδοτα μέχρι τώρα. Τι σε κάνει να γενικεύεις έτσι και να βάζεις όλες τις γυναίκες στο ίδιο σακούλι; Τι σχέση έχει το χρώμα των μαλλιών ή η καταγωγή με την ανθρώπινη υπόσταση, τον χαρακτήρα και το μυαλό του καθενός μας;
Ο εγγαστρίμυθος δεν περίμενε ένα τέτοιο δριμύ κατηγορώ και τα 'χασε.
- Είναι κάτι τύποι σαν και σένα, που κάνουν δύσκολη τη ζωή των γυναικών σαν κι εμένα και δε μας αφήνουν να κερδίσουμε το σεβασμό των άλλων στην κοινωνία και να δείξουμε τη δυναμικότητά μας, συνεχίζει η ξανθιά. Γιατί εσύ και οι όμοιοί σου κάνετε διακρίσεις κατά όχι μόνο ξανθών, αλλά όλων των γυναικών γενικώς και όλ' αυτά στο όνομα του χιούμορ...
Κατακόκκινος ο εγγαστρίμυθος, αρχίζει τις συγγνώμες, αλλά η ξανθιά τον διακόπτει:
- Εσύ, κύριος, κάτσε στην άκρη... Στη κούκλα μιλάω.
Πρώτη δημοτικού, εξετάσεις στο μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, τρία μικρά διαόλια τα σκατώσαν εντελώς, ο πρώτος πήρε 3, ο δεύτερος 2 και ο τρίτος
μηδέν. Λέει ο πρώτος:
- Αυτή η π**τάνα η δασκάλα κάποτε θα μας το πληρώσει!
Λέει ο δεύτερος:
- Θα την αρπάξουμε...
Και ο τρίτος:
- Και θα της ρίξουμε μια κλωτσιά στ' αρχιδια!
![]()
Πάει ένας σφιχτης σε ενα σουβλατζίδικο κ με ύφος Κόναν ο Βάρβαρος παραγγέλνει 2 πιτογυρα με απολα και έξτρα Tabasco.
Τα παίρνει, πάει στο κοντινό πάρκο
κάθεται σε ένα παγκάκι κ με μία αποφασιστική και μάτσο κίνηση ξετυλίγει το 1ο και κόβει μία δαγκωνιά…
Τον κόβει το Tabasco, κοκκινίζει, ιδρώνει βγάζει ατμούς αλλά δεν μασάει και κόβει άλλη μία δαγκωνιά… τον πιάνουν τα κλάματα…
Περνάει την ώρα εκεί...νη ένας τύπος άστεγος που άραζε στα παγκάκια:
-Ρε φίλε, 2 μέτρα παιδί μπρατσαράς, γιατί κλαις?
- Πέθανε η μανούλα μου του απαντάει ο σφίχτης για να μην δείξει ότι έχει κλάσει από το Tabasco… είπα να φάω λίγο αλλά δεν πάει μπουκιά κάτω… θες το άλλο το πιτόγυρο να μην πάει χαμένο…?
Το ξετυλίγει με λιγούρα ο άστεγος και κόβει μια δαγκωνιά το μισό σουβλάκι… και δώστου τα κλάματα ποτάμι όπως ήταν λογικό…
Και του λέει ο σφίχτης:
- Καλά ρε φίλε η δική μου η μάνα πέθανε εσύ γιατί κλαις?
- Κλαίω επειδή πέθανε η μάνα σου και δεν έχω τι να σου γ@μήσω!
Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν ξέρουν ότι δεν ξέρουν αυτά που δεν ξέρουν.