Υψόμετρο χίλια οχτακόσια. Ο Σάββας με ξυλιασμένα χέρια γιατί δεν έφερε γάντια. Πάλι. Θέλησα να του θυμίσω τότε που σε μια εντουράδα δεν έβαλε επιγονατίδες και όταν έπεσε χτύπησε μόνο στο γόνατο. Αλλά θα ήμουν εξυπνάκιας και δεν είπα τίποτα. Ο Αργύρης με σκούρα ζελατίνα στο κράνος, και σε λιγότερο από μισάωρο νυχτώνει. Εγώ, χωρίς καθόλου ζελατίνα. Δεν έβρισκα τη μάσκα για το ανοιχτό μου κράνος. Τα κουνούπια παραμονεύουν, ήδη μπήκε ένα στο μάτι του Βαγγέλη. Νέος οδηγός, με σκάρτα δύο χιλιάδες χιλιόμετρα στην πλάτη, τον έχουμε βάλει μπροστά για να καθορίζει το τέμπο. Το μηχανάκι του Σάββα δεν έχει μπροστινό φρένο. Έχει σκάσει μια τσιμούχα στα καλάμια και γέμισαν τα δισκόφρενα με λάδι. Ο Αργύρης οδηγάει συνεχώς με δευτέρα για να είμαστε όλοι κοντά, και η χιλιάρα του έχει ανεβάσει ογδόντα εφτά βαθμούς. Και τέλος υπάρχει και το μηχανάκι μου. Η μάλλον, σχεδόν υπάρχει. Μοντέλο χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα. Στα φρεναρίσματα όταν βουλιάζει μπροστά, σβήνει, επειδή το φλοτέρ του καρμπυρατέρ είναι σε λάθος στάθμη. Σε αυτό το υψόμετρο δουλεύει με λάθος μείγμα, και μπορεί να κολλήσει ανά πάσα στιγμή. Και δεν έχω και φώτα. Όποτε θέλουν σβήνουν, και όταν δουλεύουν φωτίζουν σαν ένα κεράκι. Και το μοτέρ είναι άστρωτο γιατί μόλις άλλαξα πιστόνι, επειδή είχε κολλήσει πάλι. Για τέταρτη φορά. Φέτος.
Κοιτάμε τα βουνά που είναι παντού γύρω μας. Ο ήλιος αρχίζει να κρύβεται πίσω τους. Σταματάμε σε μια στροφή για λίγη ξεκούραση. Βγάζουμε μερικές φωτογραφίες και αστειευόμαστε με την κατάστασή μας. Κάνουμε ένα πρόχειρο συμβούλιο και φοράμε πάλι τα κράνη. Ο Βαγγέλης μπροστά, με τα φλας μου δείχνει μερικές λακκούβες που πρέπει να αποφεύγω. Οδηγώ όσο μπορώ κοντά στην εξάτμισή του για να ζεσταίνομαι από τα καυσαέρια. Το ίδιο κάνει και ο Σάββας πίσω από τα μπουριά του Αργύρη. Όπου έχει σκιά το κρύο είναι έντονο. Δεν έχω καθρέπτες και κοιτάζω πίσω συχνά για να είμαστε όλοι κοντά. Βλέπω τους αγκώνες του Σάββα που ανοιγοκλείνουν ανεξέλεγκτα από το τρέμουλο. Ήθελα να του δώσω τα γάντια μου αλλά δεν θα τα έπαιρνε και έτσι πάλι δεν είπα τίποτα. Με το Σάββα συνεννοούμαστε με ελάχιστες λέξεις.
Αρχίζουμε να βλέπουμε επιτέλους τα πρώτα σπίτια. Έχει πλέον νυχτώσει τελείως. Δεν έχω φώτα και μπήκα δεύτερος, μπροστά ο Αργύρης με τους δυνατότερους προβολείς και πίσω μου ο Βαγγέλης. Με πλησιάζει όσο μπορεί για να μου φωτίζει το δρόμο. Έχω ήδη φάει ένα μυγάκι στο μάτι και βλέπω χιλιάδες άλλα να περνάνε ξυστά από το κράνος μου. Σταματάμε σε ένα βενζινάδικο. Στις τελευταίες στροφές το μηχανάκι μου έκανε ότι ήθελε. Μία γλιστρούσε και μία πάταγε καλά. Ο Αργύρης ρίχνει μια ματιά στα λάστιχά μου. Το πίσω είναι σκασμένο. Έχουμε ακόμα εξήντα χιλιόμετρα να κάνουμε, οδηγάμε όλη μέρα, έχουμε κάνει πάνω από διακόσια και είμαστε εξαντλημένοι. Παίρνω ένα φαστ από το βενζινάδικο και το αδειάζω μέσα στη σαμπρέλα. Κάνουμε πέντε χιλιόμετρα και ξανακοιτάμε το λάστιχό μου. Τζίφος. Το φαστ δε δούλεψε. Και τώρα ξέρουμε. Θα κάνουμε αυτά τα χιλιόμετρα με ταχύτητα σαλιγκαριού. Είναι σα να τρώμε ξύλο σε αργή κίνηση.
Τους λέω να φύγουν, θα είμαι εντάξει. Θα πηγαίνω με εξήντα και θα στρίβω με σαράντα. Τους λέω να φύγουν και το εννοώ, αλλά ξέρω ότι δε θα φύγει κανένας. Αυτό το παρεάκι δε χωρίζει ποτέ. Δεν αφήνει κανέναν πίσω. Μαζί ξεκινάμε, μαζί γυρίζουμε. Ούτε πέρυσι χωρίσαμε όταν τρύπησε το ντεπόζιτο στο μηχανάκι του Σάββα και του έσβηνε κάθε πενήντα μέτρα επί σαράντα χιλιόμετρα. Ούτε πρόπερσι που πάλι έμεινα από φώτα μέσα στη νύχτα. Αρκούσε ένας να μου φωτάει αλλά γυρίσαμε όλοι μαζί. Ούτε τώρα, που ο Αργύρης κοντεύει να κουρέψει τη δευτέρα του γιατί δε την έχει αλλάξει καθόλου. Του λέω φύγε, θα το κάψεις, και γνέφει όχι, όλα καλά.
Κάνουμε την τελευταία στάση στην είσοδο της πόλης. Είμαστε διαλυμένοι, μέχρι και στις λέξεις κάνουμε οικονομία. Πονάμε παντού και νυστάζουμε πολύ. Όμως νιώθουμε εντάξει. Ο καθένας είναι ευγνώμονας στους άλλους για αυτή την εμπειρία. Καληνυχτίζουμε και καβαλάμε τα μηχανάκια. Πριν φύγουμε έχουμε συμφωνήσει όλοι: «θα το ξανακάνουμε».