Η μοτοσυκλέτα είναι το μέσον...όχι το ζητούμενο. Το οποίο ζητούμενο, διαφέρει για τον καθένα ξεχωριστά. Η διαφορετικότητα αυτή, αποτελεί μαγεία, αλλά που μυαλό για να το καταλάβουν μερικοί....
Περασμένα μεσάνυκτα, και η μελωδία ξεδιπλώνει πάλι την φωνή της χαρούλας....
Αυτός ο άνθρωπος του κάβου, κάθε φορά μου λέει διαφορετικές ιστορίες. Ακούγοντάς τις ιστορίες του δακρίζω κι άλλοτε πάλι χαίρομαι...τι είναι χαρά τελικά και τι είναι λύπη? Δυο αντίθετα συναισθήματα που κάπου τέμνονται......δεν ξέρω που...μα υπόσχομαι ότι μόλις το ανακαλύψω θα σας το πώ...
Δύο και κάτι...αμέριμνα χύθηκα στους δρόμους, να αναζητάω τις σκόρπιες σκέψεις μου. Αν με ρωτήσετε αν βρήκα καμία, δεν ξέρω να σας πώ... κι αν την συνάντησα, της γύρισα την πλάτη...Η Ντίνα (dna), γουργούριζε λίγο από το κρύο και λίγο που δεν της έδινα σημασία...Κάποια ψυχάλα, ήθελε να με καλοπιάσει, μα κατάφερα να την αποφύγω.... «όχι απόψε...μην βρέξεις απόψε...» και η ματιά μου υψώθηκε στους έναστρους ουρανούς, σαν να περίμενα απάντηση. Μάταια...Η πόλη έμοιαζε σιωπηλή να είναι απόψε...κι εγώ αναρωτιόμουν, αν θα κρατηθώ ξυπνητή, να καλημερίσω τον αυγερινό...
Έριχνα κλεφτά χασμουριτά μέσα από το κράνος. Και η πόλη μου φαινόταν απίστευτα μικρή στο περασμά της. Τα λιγοστά αυτοκίνητα, σκόνταφταν στην απελπισία κάποιας ανύποπτης μοναξιάς...κι εγώ χαιρόμουν, που ήμουν ξανά στους δρόμους να χάνομαι...Στην Σταδίου πέτυχα όλα τα φανάρια πράσινα και η Ντίνα γρύλιζε στα 50 χλμ. Αν ήξερε πόσο την αγαπούσα, και πόσες φορές με συνόδεψε ενώ είχα τις ακεφιές μου, μιλώντας κι άλλοτε πάλι τραγουδόντας...
‘Αραγε μετά τον θάνατο, μπορεί η άϋλη μορφή, το πνεύμα να οδηγήσει? Καθώς κατηφόριζα την Αγ. Κωνσταντίνου, σκεφτόμουν ότι ο ξαδερφός μου θα μπορούσε να ήταν κάπου εκεί, προσπαθόντας να μου πει... «δώσε μου λίγο ξαδέρφη να οδηγήσω...μου έχει λείψει...» κι εγώ να μην μπορώ να ακούσω, παρά μόνο τις σκέψεις που πριονίζουν το νου μου... Στο φανάρι, βγήκα από τον λήθαργο, όταν κάποιος κοιτούσε επίμονα...μαζί με τον φόβο μου σκέφτηκα πάλι τον ξάδερφό μου...κι όταν γύρισα το κεφάλι, θαρρώ πώς μου χαμογελούσε...μάταια...απλά κάποιος του έμοιαζε...
Η Αθήνα την νύχτα, μοιάζει να λέει μυστικά που δεν χωρούν πουθενά... Αλήθειες που γίνονται μικρά ποτάμια και μάς ακολουθούν...
Η δικιά μου η αλήθεια, άρχισε μόλις έβαλα την Ντίνα στο γκαράζ και την καληνύχτισα. Ήρθα γοργά σπίτι. Κι ο άνθρωπος του κάβου, ακόμα κάτι λέει...Η μητέρα είχε ξυπνήσει. Ήθελε να επιβεβαιώσει ότι είμαι καλά. «Mικρέ περίδρομε που ήσουν πάλι?» ψηθύρησε...Ένα φιλί στο μέτωπο, ήταν η χαρά της που με είδε ξανά...κι έπεσε να ξεκουραστεί ήσυχα πιά....
Χαίρομαι που υπάρχετε μάγκες...κι αυτός ο άνθρωπος του κάβου, έπαψε να μιλάει για τα περασμένα...
Καλό ξημέρωμα.
nimbus