Πόσο σχέση έχει άραγε η ηθικολογία, η κεντροδεξιά ιδεολογία της αρετής, με μια ηθική της πολιτικής; Να ένα ερώτημα που αξίζει να το κάνουμε αυτόν τον καιρό.

Γράφει ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

Την αφορμή τη δίνουν οι λεκτικές ευρεσιτεχνίες της λεγόμενης νέας διακυβέρνησης. Από τους νταβατζήδες στους τσαμπουκάδες και τώρα στην ‘γαμημένη’ ΔΑΚΕ ( κ.κ της σύνταξης μη βάλετε τελίτσες στην κακή λέξη. Είναι λόγος υφυπουργού αυτός).

Δεν ξέρω αν είναι η ανάμνηση από τις εορταστικές μέρες του Κυπέλλου Ευρώπης, αλλά πιστεύω τελικά ότι αυτές οι λεκτικές εκτροπές δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν.

Το πρώτο που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι πέρα από τους θεσμικούς μας ρόλους πολλοί καταφεύγουμε σε ανάλογες εκφράσεις. Μακριά από μένα έτσι η καθαρολογία, η πουριτανική και υποκριτική οργή για την χύδην και χύμα έκφραση. Ωστόσο, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα από τη στιγμή που καταργούνται τα όρια ανάμεσα στον πολιτικό-δημόσιο λόγο και στον προσωπικό κώδικα που ενδέχεται να νομιμοποιεί παρόμοιες λέξεις. Από τη στιγμή δηλαδή που κάποιος φορέας πολιτικής εξουσίας καταργεί αυτό το όριο και γίνεται αγοραίος, δεν μπορεί να διεκδικεί σεβασμό ως πολιτικός αντίπαλος.

Αν, για παράδειγμα, στη διάρκεια ενός μαθήματος βρίσω έναν φοιτητή γιατί είπε ή έγραψε μια ανοησία, θα έχω χάσει αυτό που οφείλω να κρατώ στο συμβόλαιό μου με τους φοιτητές. Θα έχω καταργήσει βάναυσα την αναγκαία συμβολική απόσταση που επιβάλλει ο ρόλος μου ως διδάσκοντα. Θα μετατραπώ σε ‘προσωπικός’ υβριστής του φοιτητή που είναι ουσιαστικά το ίδιο με το να γίνουμε ‘φιλαράκια’ σε ένα είδος καφενειακής οικειότητας. Η καταφυγή στην υπερβολική οικειότητα δεν είναι άλλωστε παρά μια εκδοχή λαϊκισμού, είτε έχει τη μορφή της επίθεσης φιλίας, είτε τη μορφή της σκέτης επίθεσης.

Επιστρέφω λοιπόν σε τούτο το νέο πολιτικό γλωσσάριο, για να ισχυριστώ, εκ νέου, πως δεν με εκπλήσσει. Και αυτό διότι η όλη επιχείρηση της Νέας Δημοκρατίας να προσδέσει ασφυχτικά την πολιτική στην περίφημη ‘καθημερινότητα’ είναι μια μεγαλειώδης ανοησία, που οδηγεί σε αυτό που ζούμε εδώ και μήνες: σε μια γενικευμένη ασημαντότητα όπου κυριαρχεί η εξατομικευμένη μιζέρια και οι περιπτωσιολογικές θεραπείες σε ένα είδος κακαουνάκειας ‘κοινωνίας ώρα οκτώ’. Είναι λοιπόν ο ίδιος ο ηθικοπλαστικός και ιεροκηρυκτικός λαϊκισμός που εντείνει τη φθορά και την αποφλοίωση του πολιτικού λόγου. Είναι η ιδεολογική αφάνεια και πλαδαρότητα μιας πολιτικής του ‘μέσου ανθρώπου’ που εκτρέπει τον πολιτικό λόγο σε καλαμπούρι και βρισιά της ταβέρνας.

Όταν για παράδειγμα πιστεύεις πως δεν αντιμετωπίζεις αντίπαλα κοινωνικά συμφέροντα, αλλά απλώς ‘προσωπικές περιπτώσεις’, ανήθικους, σκευωρούς ή παλιανθρώπους, τότε δεν έχεις πολιτικό σχέδιο, δεν έχεις πολιτική σκέψη, αλλά απλώς σύρεσαι ως αμήχανος σχολιαστής αυτών που συμβαίνουν. Και όταν δεν τολμάς να ιδιοποιηθείς αξιοπρεπώς την ιδεολογική σου τοποθέτηση, να ονομάσεις τον εαυτό σου πολιτικά, να αναγνωρίσεις ότι ανήκεις στη Δεξιά, επόμενο είναι να μην έχεις άλλο πρόσωπο από το ιδιωτικό στυλ του εκάστοτε υπουργού, υφυπουργού και κρατικού παράγοντα. Έτσι και το μόνο που μένει είναι ο χρωματισμός μιας δήλωσης, το ύφος ενός υπονοούμενου, ο θυμός του ενός αξιωματούχου, οι κακίες και οι υπόγειες φιλοδοξίες του άλλου.

Η πολιτική της ‘καθημερινότητας’ είναι ο βέβαιος δρόμος για μια δημοκρατία της παραπολιτικής και του τηλεπαράθυρου. Και όσο πιο άχρωμη γίνεται αυτή η δημοκρατία, όσο πιο θαμπές και παχύρρευστες οι προθέσεις των κυβερνώντων της, τόσο πιο μάγκικοι οι τόνοι της...


Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Αναδημοσιευσή από το ΕΜΠΡΟΣ της Λέσβου




Δημοσιεύτηκε: 2005-01-20 09:25:01