Οπου πεθαινει ενας νεκροζωντανος ακομα.
θοδωρος σαραντοπουλος 1983 εκδ.Υακινθος
[…] Ξηπναω ξανα μετα από τεσσερις ωρες. Ο ιδρωτας εχει μουσκεψει το μαξιλαρι μου. Προσπαθω να τραβηξω το σεντονι που μου πνιγει το προσωπο.Ενα ανημπορο χερι παλευει με το υφασμα. Μαχη αρχιζει και αγωνια . "Μανα;!" φωναζω.Σιωπη.
Αργα-αργα ερχεται η συνειδητοποιηση.Δεν υπαρχει μανα…Πανε τοσα χρονια που… Ριχνω μια ματια στο ρολοι. 12. Σηκωνομαι και ανοιγω τα πατζουρια. Ο ηλιος με χτυπαει καταματα. Τα κλεινω γρηγορα για να συνηθισουν στο φως.
Δυο λεπτα αργοτερα βλεπω καθαρα. Πρωτη ματια κατω. Το ΚΑΤΑΝΑ! Είναι εκει;.. Ναι …Είναι εκει! Γερμενο στο πλαινο σταντ του αναπαυεται ακουμπισμενο στη ριζα της πολυκατοικιας. Το κοιταζω καλα-καλα. Το χαζευω. Οι λαμψεις από τα νικελ του φτανουν μεχρι εδώ πανω. Την εβγαλε ακομα μια νυχτα… Δε μου το κλεψανε! Η αλυσιδα το κραταει γερα ασφαλισμενο πανω στην κολωνα. Τουλαχιστον γι' αποψε… Τρεχω και βαζω το κεφαλι μου κατω απ' τη βρυση. Ξυπναω.
Ντυνομαι γρηγορα-γρηγορα. Περναω τις μποτες και τις άλλες ιστοριες και δρομο. Σε μισο λεπτο ειμαι μπροστα στο ΚΑΤΑΝΑ. Είναι γκριζο και κατακοκκινο και μαυρο.SUZUKI γραφει και το ονομα είναι γερτο, πλαγιασμενο πανω στο τεποζιτο,σαν να κοιμαται. Όπως κοιμουνται και τα 65 του αλογα κατω απο τους αστραφτερους κυλινδρους,τους εκκεντροφορους,
τις βαλβδιδες, τα καρμπιρατερ και τα φιλτρα. Χαιδευω με τις ακρες των ματιων μου τις απαλες του γραμμες. Τουτο το υπεροχο μηχανημα το φτιαξαν οι μακρινοι λοξοματηδες εκει που πεσανε οι βομβες. Τους στελνω ένα φιλι που το ακουμπαω στο κρυο μεταλλο του τιμονιου. Ρουφαω την παγωνια και την σκληραδα του. Αγγιζω το μαλακο πλαστικο της σελας. Τραβαω τις σκονες με το μανικι. Μετα ξεκλειδωνω την αλυσιδα. Τη γυριζω λιγο με το ένα χερι και την περναω στη μεση μου.
Κλικ! κουμπωνει το λουκετο και με σφιγγει στην παγερη του αγκαλια. Τουτη η αλυσιδα εχει ανοιξει τεσσερα κεφαλια ως τωρα. Μετα αργα, μαλακα, ανεβαινω στη σελα. Ανοιγω το διακοπτη και παταω τη μιζα. Το μοτερ παιρνει μπρος ελαφρα.Το αφηνω να ζεσταθει. Σιγσ-σιγα του δινω λιγω γκαζι. 2.000…3.000 στροφες…Κλεινω το γκαζι ξανα. Το μοτερ δουλευει ησυχα, απαλα. Ο ηχος του πλουσιος και υποκωφος με γεμιζει. Νιωθω μικρους, αδιορατους κραδασμους να ξεκινουν από τα εγκατα του μηχανηματος και να ανεβαινουν από τα αρχιδια στο σωμα μου.
Ανεβαζω το σταντ και πεταω την πρωτη. Αφηνω μαλακα το συμπλεκτη. Το ΚΑΤΑΝΑ αρχιζει να κυλαει αργα. Κατεβαινω το πεζοδρομιο και η μερα αρχιζει.[…]
[…] Με λενε κλεφτη και φονια… Όμως εκεινο που λεω εγω, αδελφε μου, εναι τουτο: "Δε με χωρανε τα καλουπια τους". Δεν εχει σημασια ποιος ειμαι και τι ειμαι. Μη με ψαχνεις.. Δε με βρισκεις. Πουθενα… Μπορει να με βρεις στην αρχη της Βουλιαγμενης η χαμηλα στη Συγγρου… μετα από τις αδελφες και τους τραβεστι…Μετα.. Παντα μετα… Μετα από ολους… εσας… Να κοιταω ολο τουτο το χαος που ονομασατε Πολη, και να σκεφτομαι διαφορα περιεργα και ενοχλητικα συνηθως, όπως: Τι σκατοπολη που είναι η Αθηνα…! […] [...] Οπου και να κοιταξεις τσιμεντα, καυσαερια και αυτοκινητα. Ζουν σαν τα ποντικια ολοι, ο ενας πανω στον αλλον…εχει κι εκεινη τη μοστρα, την ακροπολη, που εχει μαδησει κι εχει μεινει τσουτσουριτικη και βρομερη, η φουκαριαρα. επι διχτατοριας ανεβαινανε οι μπαγλαμαδες με χλαμυδες και αλογοουρες και παιζανε τους αρχαιους! Ειχε φοβερη πλακα, αδελφε! εγω ημουνα δεν ημουνα δεκατεσσαρων χρονων τοτε. Ένα ολοκληρο εθνος λακησε. 12 εκατομμυρια ανθρωποι το βουλωσανε, μουλωξανε, χεστηκανε, κλασανε, κοιταξανε τη βολη τους και 10 καραβαναδες, και τι καραβαναδες, ηλιθιοι, ασχετοι, τους κατσανε στο σβερκο! Κι ολοι οι βολεψακηδες το βουλωσανε: Κι αρχισε η ….Αντισταση…. Το νεοτερο ΕΠΟΣ! Οι μισοι την κανανε για Παρισι, οπου, αδελφε, αντιστεκονταν αναμεσα σε γευματα στο Μαξιμ και βολτιτσες στον κηπο του Λουξεμβουργου, τραγουδοντας τον πονο των αλλων που μεινανε πισω. Το στρειδι ηταν πικρο καθως κατεβαινε στο λαρυγγι τους από τη σκλαβια! Τα βουτηρωμενα ψωμακια σκαλωνανε κι αυτά! Κι αυτοι τραγουδαγαν και τραγουδαγαν τη χωρα του φωτος, του ηλιου και της Ελευθεριας…! "Του Ελληνος ο τραχηλος ζυγο δεν υποφερει". Την καρπαζια, όμως, φιλε μου, την αντεχει καλα τουτο το εθνος των χατζηαβατηδων. Κι αρχισε η αντισταση και μπαινανε τρακατρουκες στους σκουπιδοντενεκεδες. Καποιος μαλιστα, εριξε και ένα βαρελοτο στο αυτοκινητο του αρχηγου.
Οι Βασκοι αμολυσανε τη Μερσεντες του Καρρερο Μπλανκο στον πρωτο οροφο της πολυκατοικιας. Κι ειμαστε εμεις, πιτσιρικαδες, και βλεπαμε τους γυρω μας σκυφτους, μικρους, μουνιχισμενους και ανυπομονουσαμε ποτε θα ερθει η ωρα να παιξουμε το δικο μας το χαρτι. Όμως τα μαγειρεματα, αδελφε, μας την σκασανε και "κατερρευσε αναιμακτως" κι ηρθανε οι αυτοεξοριστοι και μας σωσανε και μειναμε εμεις χωρις εχθρο, και χωρις στοχο. Αλλαξε τωρα το βιολι και το 'να χερι νιβει τα' άλλο. Και πλακωσε η φτωχεια κι η ανρχεια και δουλευω σαν το σκυλι τρια χρονια στα μπετα για να παρω το ΚΑΤΑΝΑ. Κι από την άλλη μερια βλεπεις τους αλλους με διπλες βιλες και τα κοτερα και λες, ως ποτε, αδελφε μου, ως ποτε; Ποτε θα τα παρουμε όλα σβαρνα και δεν θα αφησουμε τιποτα ορθιο; Και σκαει μυτη, αδελφε, η απρη στο χωριο, και βλεπεις τα παιδακια να συριγγωντονται στα σχολεια ως επαναστατημενα και τα κοριτσια να πουλανε το κορμι τους για να συριγγωσουνε μετα, κι ολο αυτό είναι, λεει, επανασταση κι εξεγερση κι ελευθερια. Και οι μεγαλοι νταβαδες της ασπρης δινουν συνεντευξεις στην τηλεοραση ως προστατες και δασκαλοι του ηθους. Και οι σεπτοι πολιτες τουτης της ομορφης χωρας ενοχλουνται από τον ηχο της μοτοσυκλετας μου τα βραδια που τρεχω στις παραλιακες λεωφορους, γιατι τουτη η αναθεματισμενη πολη δεν εχει ουτε ένα δρομο της προκοπης, μονος καταμονος, μακρια από ολους και όλα, με το κοντινοτερο σπιτι στα τρια χιλιομετρα. Τους ενοχλει η ελευθερια μου. Δεν κανει να φωναζεις την ελευθερια σου στα μουτρα τον δουλων. Δεν κανει να φωναζεις την ατελειωτη μοναξια και την ατομικοτητα σου στη χωρα των ισοπεδωμενων, του κοπαδιου και της μαζας.
Ολος τουτος ο φωνακλαδικος οχλος που τσιλιμπουρδιζει στις καφετεριες και τα παρκα, που γαμιεται αφυσικα, που κλεινει τις γιαγιαδες του στα γηροκομεια και βασανιζει τα παιδια του, που κλοτσαει τους σκυλους και τους ζητιανους, που γλειφει τους μπατσους, αυτος που ο ιδιος πληρωνει για να τον φυλανε κι αυτοι τον βουρδουλιαζουνε, που βρομαει σαπιλα, που σιδερωνει τα προσωπα των κοριτσιων, που μαχαιρωνει τα αδελφια του για εν χωραφι, οι γριες λεσβιες, οι γεροντοκορες, οι ανεραστες και οι αυτοδιακορευμενες φωναζουν για μενα! Για μενα! που άλλο δεν κανω παρα να καβαλαω τη μηχανη μου ποτε-ποτε ολοκληρο το πορνειο φωναζει για τον πορτιερη! Ετσι μου 'ρχεται…….![…]
Στεκομαι και την κοιταζω, ακουμπησμενος, στη σελα του ΚΑΤΑΝΑ, εδώ, στην αρχη της βουλιαγμενης,περιμενοντας τον Λυκο.[…]