Θα σας πω πως έγινε και οδήγησα το γρηγορότερο μηχανάκι στον κόσμο.
Ήμανε 18 στα 19. Είχα φύγει εδώ και ένα χρόνο περίπου από το πατρικό μου και είχα κατέβει στην Αθήνα για σπουδές---αυτό τουλάχιστον ήταν το σχέδιο, γιατί η πρακτική εφαρμογή του έβρισκε κάποια εμπόδια: Είχα πατήσει στην σχολή συνολικά όχι παραπάνω από δέκα φορές και απ’ αυτές μία ήταν για την εγγραφή, τέσσερις στην αρχή που δεν ήξερα κανέναν και οι άλλες πέντε για να παίξω τάβλι στο κυλικείο. Δηλαδή, εντάξει, εγώ για να παρακολουθήσω μάθημα πήγαινα, αλλά αυτό το κυλικείο αποδεικνύονταν, πάντα, εμπόδιο αξεπέραστο. Την μια θα έβρισκα το Θανάση να παίζει τάβλι μόνος του (ε, να μην του κάνω παρέα?), την άλλη θα περνούσε ο Βλάσης και θα μας ξεσήκωνε να πάμε για τσίπουρα, την τρίτη θα είχε γαμώ τις μέρες και θα λιαζόμασταν στα παγκάκια για τρεις ώρες, με τον φραπέ στο χέρι, μέχρι να ζαβλακωθούμε τελείως... και πάει λέγοντας. Τελικά συνειδητοποίησα το μάταιο της υπόθεσης και το έκοψα εντελώς: Μέχρι να αποκτήσω την ικανή αυτοπειθαρχία δεν ξαναπάτησα στη σχολή (δυο-τρία χρόνια χρειάστηκα, περίπου).
...