Ένα παιδί, βλέπει τον εαυτό του στα μάτια των άλλων ατόμων, παρατηρεί μια παράδοξη άμυνα δική του, όσο και των άλλων. Με την πάροδο του χρόνου, η ανάγκη να ανακαλύψει κάτι από τον εαυτό του μεγάλωνε ολοένα. Μαζί με τον εαυτό του, ανακαλύπτει και τους άλλους συνάμα. Με αποτέλεσμα να απογοητεύται κι άλλωτε πάλι να χαίρεται, όταν διαπιστώνει ότι σκέφτονται κι άλλοι όπως αυτό. Στην πορεία βέβαια, διαπιστώνει ότι γελάστηκε. Νόμιζε ότι η σκέψη κάποιων ατόμων συμβάδιζε με την δική του. Αλλά ήταν εφήμερη σκέψη αυτή. Με αποτέλεσμα να παρατηρεί, ότι οι άνθρωποι, είναι περαστικοί από τις ζωές μας. Δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε αιώνια. Αν τους αγαπάμε πραγματικά, πρέπει να τους αφήνουμε να φεύγουν. Είτε αυτό είναι η απρόσμενη ασυμφωνία χαρακτήρων, είτε ένας ξαφνικός θάνατος. Όταν φεύγει κάποιος κλαίμε. Εγωιστικό δεν είναι? Τον/την θέλουμε πλάι μας, για να καλύψουμε κάποιο κενό. Επομένως μια ακόμα ανασφάλειά μας, που υποσεινήδητα μάς κηρρήτει πόλεμο η ανασφάλεια αυτή. Ακόμα κι όταν εμείς οι ίδιοι αποφασίσουμε ότι μια σχέση πρέπει να λάβει τέλος, γιατί η απόφαση είναι οριστικά δικιά μας, πάλι κλαίμε, γιατί ξέρουμε ότι αποχωριζόμαστε την άλλωτε συνήθεια. Η δύναμη της συνήθειας βλέπετε, κινεί καλά τα νήματα στις ανθρώπινες ζωές. Κι εμείς, το επιτρέπουμε αυτό, γιατί μας βολεύει. Όχι επειδή δήθεν κατέχουμε ένα πλήθος συναισθημάτων, και καλά.
Όπως και οι μηχανές άλλωστε...τις κρατάμε τόσο, όσο...αρκετά για να έχουμε μέσο διαφυγής. Κατόπιν αυτού, ψάχνουμε κάτι άλλο να καλύψει τις ανάγκες της στιγμής....