To 4o χάλκινο μισόκιλο άφηνε ευλαβικά τις τελευταίες στάλες του ροζέ κρασιού στο ποτήρη του Σωτήρη.η νύχτα περιείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που σε κάνουν να χαλαρώσεις από άλλη μια δύσκολη εβδομάδα που θές όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να ξεχάσεις.τα δυδυμάκια είχαν πάρει από νωρίς την άγουσα για τα κρεβάτια τους,η βεράντα περικλυόταν από το μεθυστικό άρωμα των νυχτολούλουδων συνοδευόμενο από τους ψύθυρους των γρύλων,την συνοδεία ενός ψηφιακού (δυστυχώς) δίσκου με τις δημιουργίες του τεράστιου Μάρκου Βαμβακάρη,ενώ το τραπέζι που πρίν ασφυκτιούσε από μεζεκλίκια τώρα φάνταζε λεηλατημένο σαν από ορδές αλόφρονων μερακλήδων.οι κυράδες επηρεασμένες από το κρασί είχαν παραδόξως ηρεμήσει από το συνεχές κουτσομπολιό,μέχρι που μια λάθος όπως αποδείχθηκε σκέψη,τους πάτησε με μαγικό τρόπο το διακόπτη φέροντάς τον σε θέση ON.αυτή την φορά μάλιστα θα ήταν και για τα καλά:
- τι νταλκά μπορεί να είχε φάει ρε μλκ αυτός ο άνθρωπος ώστε να κάτσει να γράψει τέτοια κομματάρα για μια γυναίκα? Και πόσο ωραία τελικά μπορεί να ήταν αυτή η γκόμενα,απόρησε απευθυνόμενος πρός εμένα ο Σωτήρης.
Πρίν προλάβω καλά καλά να σκεφτώ την αρχή της απάντησής μου,ήδη η Χριστίνα (σύζυγος του Σωτήρη) ξεκινούσε το παραλήρημά της:
-ε βέβαια Σωτηράκη,αυτός ήταν ο ορισμός του άντρα.δεν χρειαζόταν το Nokia να του υπενθυμίσει επαιτίους και γενέθλια ούτε τους καλούς του φίλους για να τον βοηθήσουν να ‘’βγάλει από το μυαλό του’’ ένα στοιχάκι για να το αποτυπώσει στην κάρτα του μπουκέτου με τα λουλούδια την εποχή που ακόμα κάτι το όμορφο έβγαινε από μέσα σου.........
Ευγνωμονώ την Χριστίνα.στα πολύτιμα δευτερόλεπτα του παραληρήματός της,μια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου.ένα μονοήμερο στη Σύρο,μια και μόνο ευκαιρία να ανακαλύψω την φραγκοσυριανή του Μαέστρου.τουλάχιστον να την αναζητήσω.αν δεν τα κατάφερνα,θα μου έμενε κέρδος η περιήγηση στο νησί.τι καλύτερο?
‘’Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν.....
Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα έχω
μέσα στην καρδιά
Λες και μου΄χεις κάνει μάγια
Φραγκοσυριανή γλυκιά...
Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.’’
Από το βιβλίο «Μάρκος Βαμβακάρης - ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ», της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, Αθήνα 1978, εκδόσεις «Παπαζήση».
Μια καλή αφορμή για μια πολύ όμορφη όπως τελικά αποδείχθηκε περιήγηση...