" Για όλους εκείνους που χώρεσαν τα όνειρά τους σε μία βαλίτσα..."
http://www.youtube.com/watch?v=WQYsG...yer_embedded#!
Οδοιπορικό στο χωριό Χαραυγή του νομού Κοζάνης.
Συνοδοιπόροι ο Φώτης και ο Θάνος τους οποίους και ευχαριστώ.
Στην παρουσίαση που θα διαβάσετε δεν θα δείτε φωτογραφίες με εντυπωσιακά τοπία, όμορφους δρόμους...
...δεν θα κουβαλήσουμε στις βαλίτσες μας, όπως μου αρέσει να λέω, ούτε αρώματα, ούτε μουσικές, ούτε εικόνες.
Ίσως σε κάποιους να φανεί αδιάφορο, σε κάποιους άλλους να γρατζουνίσει αναμνήσεις...
Το οδοιπορικό, οι φωτογραφίες και η περιγραφή γκριζάρουν, σχεδόν μαυρίζουν...
Οι ήχοι μονότονοι χωρίς ρυθμό, χωρίς στίχους, σχεδόν απειλητικοί...
* Η Χαραυγή ήταν αμιγώς προσφυγικό χωριό, οι κάτοικοι του οποίου ήρθαν πρόσφυγες από την Ανατολικά Θράκη, κυρίως από τα χωριά Κερμένι και Νεωχώρι, από την Μενεμένη της Σμύρνης και Πόντιοι , από το Καρς, της Ρωσικής Καυκασίας. Επί τουρκοκρατίας αναφέρεται ως Τσουμαγιά με 80 περίπου Οθωμανικές οικογένειες και ο μαχαλάς Τζερινλί ο οποίος αναφέρεται ως ξεχωριστό χωριό με 20 οθωμανικές οικογένειες. Διεγράφη ως ακατοίκητος το 1928.
Η Χαραυγή ήταν γνωστή ως Τσουμάς. Το 1928 ονομάστηκε Αμύγδαλα και το 1961 ονομάστηκε Χαραυγή. Το 1961 έως το 1970 εγκαταστάθηκαν στην Χαραυγή οι κάτοικοι του χωριού εξοχή (Μπαϊρακλί) εγκαταλείποντας το χωριό λόγω των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ. Το 1983 μετά από την δρομολογημένη εξαφάνιση της Χαραυγής, ξαναέστησαν τον οικισμό τους κοντά στα Κοίλα με την ονομασία Νέα Εξοχή. Στη Χαραυγή γίνονταν το μεγαλύτερο Παζάρι της περιοχής, ισάξιο της Κοζάνης και Πτολεμαίδας.
(Γράφει η Αναστασία Πιτσέλη – Τσικοπούλου) «Τζουμά το λέγαν το χωριό τα παλιά χρόνια. Τότε οι κάτοικοί του ήταν τούρκοι.
* Στο Τζουμά οι μπέηδες της περιοχής είχαν τα τσιφλίκια τους. Πολλοί από αυτούς είχανε κτίσει μεγάλα όμορφα σπίτια κι εκεί περνούσαν τα καλοκαίρια τους με τα παιδιά και τις χανούμισσές τους. Εκεί κάθε Παρασκευή γινόταν το παζάρι, όπου οι χωρικοί από την ευρύτερη περιοχή έφερναν τα προϊόντα τους να τα πουλήσουν ή να τα ανταλλάξουν με ότι τους χρειάζονταν μικρά πράγματα, ταπεινά. Όπως ταπεινοί ήταν όλοι τους. Όταν ήρθε η μέρα του ξεριζωμού, μαζεύτηκαν όλοι στο τζαμί, όπου τους μίλησε ο Χότζας. Έκαναν όλοι μαζί την προσευχή τους και αποχαιρέτησαν τους αγαπημένους τους νεκρούς. Ύστερα αυτοί οι άνθρωποι, δυστυχισμένοι κι αυτοί, ξεκίνησαν αργά –αργά σαν να μην ήθελαν να ξεκολλήσουν, ξεσπώντας σε λυγμούς και μοιρολόγια. Μια πένθιμη λιτανεία πήρε το δρόμο του ξεριζωμού, ακολουθώντας τους κρατικούς υπαλλήλους που ήρθαν να τους οδηγήσουν στην νέα τους πατρίδα. Μόνο ένας από αυτούς είπε: «όχι , δεν φεύγω» ήταν ο Μπέης, ο γιατρός τους. Είχε Αλβανική υπηκοότητα και κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να φύγει. Έτσι μαθεύτηκε ότι η χριστιανή γυναίκα που τον υπηρετούσε τόσα χρόνια, ήταν η γυναίκα του. Το μυστικό του ο Μπέης το κρατούσε εφτασφάλιστο, όλα τα χρόνια, από τους συμπατριώτες του. Ήταν αυτός που υποδέχτηκε μετά από λίγο καιρό το καραβάνι των ξεριζωμένων Χριστιανών...