Σάββατο παραμονή των Αποκριών του σωτηρίου έτους 1976 (μπορεί και ’77) και από το πρωί η βροχή ο δυνατός αέρας και το κρύο με είχαν ρίξει σε βαθιά μελαγχολία και αγωνία, για τον καιρό τις επόμενες δύο ημέρες, δηλαδή την Κυριακή (αποκριές) και την Δευτέρα (καθαρά Δευτέρα) δύο μέρες, αρκετά ξεχωριστές και ιδιαίτερες στην Πάτρα της μεταπολίτευσης, που τις περιμέναμε με ανυπομονησία, μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, θα ‘ταν γύρω στις έξι το απόγευμα και στο σπίτι είχαμε μαζευτεί στην κουζίνα, που υπήρχε μια ξυλόσομπα μιάς και το κρύο ήταν τσουχτερό, εγώ, η αδελφή μου και η μάνα μας. Βαρυχειμωνιά με τα ‘’όλα’’ της. Εγώ, μπροστά στην σόμπα, έφτιαχνα ακόμα λίγα κομμάτια ‘’ουρές’’ για τον χαρταετό μου, μιάς και φαινόταν, πως ο αέρας δεν θα έκοβε, ακόμα κι’ αν σταματούσε η βροχή και θα τις χρειαζόμουν, για το πέταγμα του χαρταετού. Αλλά κι΄ αν έπεφτε ο αέρας, χαμένες δεν θα πήγαιναν, άλλωστε, δεν είχα κάτι άλλο για να γεμίσω τον χρόνο μου, ας μην ξεχνάμε πως ούτε τηλεόραση δεν υπήρχε στο σπίτι, εκείνη την εποχή.
Ένας περίεργος θόρυβος από κινητήρες, μας έκανε και τους τρείς μας ν’ αλληλοκοιταχτούμε, μιάς και δεν ήταν από ‘’το μηχανάκι του μπαμπά’’ και εκείνη την ώρα, από την γειτονιά μας, δεν πέρναγε τίποτα, μιλάμε για εποχές, που τα οχήματα στην γειτονιά ήταν 4-5 και τα ξεχωρίζαμε από μακριά. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, πρωτόγνωρο………..
Ο θόρυβος ξαφνικά σώπασε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Έτρεξα ν’ ανοίξω την πόρτα εγώ, μιάς και η μάνα μου, ήταν απασχολημένη στον νεροχύτη (αυτή η υπέροχη κυρία που φτιάχνει τα καλύτερα γεμιστά, σύμφωνα με τον φαρμακοτρίφτη «κτηνος»). Ανοίγοντας την πόρτα, με περίμενε ένα μικρό σοκ.
Στο κατώφλι, έστεκε βρεμένος μέχρι το κόκαλο, ξάδερφος από Πειραιά και δυό ακόμα φίλοι του, άγνωστοι σε ‘μένα, και πίσω από αυτούς …………………