Ανοιξα την τζαμόπορτα της Βαυαρικής αντιπροσωπείας και με υποδέχτηκε ο μπάτλερ με ένα ποτήρι σαμπάνια. Με οδήγησε στον υπεύθυνο προσωπικό μου μάνατζερ όπου με περίμενε με ένα μεγάλο χαμόγελο. Καποιον μου θύμιζε αυτός αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είναι τα γυαλιά, τα μικροσκοπικά μάτια, το στραβό χαμόγελο ή η αναπηρική του καρέκλα. Πάντως φαινόταν καλός άνθρωπος. Του ζήτησα να μου δώσει κόστος για το δεξί μπροστινό φλας της μοτοσυκλέτας μου την ώρα που με κέρναγε ένα Κουβανέζικο πούρο και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ένας πόνος στον σβέρκο, εμένα να πέφτω και να βλέπω τον άσχημο μηχανικό με τα στραβά δόντια από πάνω μου με ένα ροπόκλειδο στα χέρια.
Ξύπνησα με ένα δυνατό πονοκέφαλο και ένα φως στα μάτια να με χτυπάει. Προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι αλλά ηταν ακινητοποιημένο στην καρέκλα. Το ίδιο και τα χέρια μου. Μπροστά μου στεκόταν εκείνος ο μάνατζερ. Βολφανγκ νομίζω τον έλεγαν. Με κοίταξε χαιρέκακα λέγοντας μου "Αφου ντεν εκετε λεφτα τι θέλετε και αγκοράζετε τα υπέροχα Βαυαρικά μηχανήματα μας. Τέλω όλα τα λέφτα σας. Τέλω τα σπιτια σας. Τέλω ντον γκωλο σας.". "Δεν έχω λεφτά", ψέλλισα. "Τα μεταξωτα βρακιά σου τώρα". Κοίταξα τριγύρω και είδα και άλλους όμηρους σε διπλάνα δωματιάκια. Παντού ίσχυε το ίδιο. Ανθρωποι έκλαιγαν. Κάποιος λύθηκε ξέφυγε και έφυγε τρέχοντας για το παράθυρο φωναζοντας "Σοιχιροοοο Χόνταααα", και πήδηξε έξω στο κένο. Μετα από μερικά δευτερόλεπτα ακούστηκε ο γδούπος στο έδαφος.
"Δεν σου χρωστάω τίποτα του είπα σε μια κρίση θάρρους. "Ο Σώρρας λέει πως τα ανταλλακτικά πρέπει να είναι δωρέαν γιατι σας τα έχουμε πληρωμένα σε λογαριασμό υπέρακτιο". Μου έριξε μια σφαλιάρα λέγοντας μου "στο τέλος θα κάνεις αυτό που θέλω εγώ". Εβγαλε ένα σπρέυ από την τσέπη της καρέκλας και με ψέκασε στο πρόσωπο. "Εγκω σε ψεκάζω, εσυ κανει οτι τέλω. Θα μου πληρώσεις τα 5 Ευρώ για το φλασάκι ΤΕΛΕΙΣ ΝΤΕΝ ΤΕΛΕΙΣ", φώναξε υστερικά. Ένιωσα να ζαλίζομαι και βρέθηκε με ένα τηλέφωνο στο αφτί. "Γυναίκα, πούλα τα μεταξωτά βρακιά μας, πούλα και τα μεταξωτά σεντόνια. Πούλησε και το μεταξωτό βρακάκι του μικρού. Πρέπει να πληρώσω τα 5 ευρώ σε αυτόν τον καλό άνθρωπο τον Βολφανγκ.". Ακούσα το τηλέφωνο να κλείνει και τα μάτια μου να βαραίνουν. Τελικά έτσι είναι να σε ψεκάζουν, σαν να πίνεις μπάφο.