Έψαχνα καιρό να βρω λίγο χρόνο να απομονωθώ, να μιλήσω λίγο με τον εαυτό μου αλλά οι επαγγελματικές και οικογενειακές μου υποχρεώσεις δεν μου άφηναν λεπτό ησυχίας. Μέσα στις mini διακοπές του περασμένου Πάσχα ξέφυγα. Σύνηθες στην Ελλάδα όλοι να φεύγουν στα χωριά τους, η Αθήνα άδειασε και όσο και αν ήθελες να δουλέψεις δεν υπήρχε κανείς για να δουλέψει μαζί σου. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις μειώθηκαν αφού δεν είχαμε σχολεία και εφόσον μένω δίπλα στο δάσος, πάνω στο βουνό, ευκαιρία να βγω στα αγαπημένα μου λημέρια. Είχα ήδη σχεδιάσει στο μυαλό μου ποιες διαδρομές θα βγάλω με τα πόδια και ποιες θα κάνω με το ποδήλατο. Το μυαλό μου είχε φτάσει στο αγαπημένο ξέφωτο που αράζω για να πιω τον καφέ μου. Πάντα κουβαλάω καφέ μαζί μου για να τον απολαύσω στην ερημιά. Έχω βγάλει τα σύνεργα και έχω φτιάξει καφέ στον Μύτικα (ψηλότερη κορφή του Ολύμπου) και τον έχω πιεί κοιτάζοντας την Ελλάδα γύρω μου.
Κατεβαίνοντας στο υπόγειο να βγάλω το σακίδιο από την ντουλάπα την είδα με την άκρη του ματιού μου να στέκεται στην γωνία. Δεν της έδωσα σημασία αλλά ανοίγοντας την ντουλάπα σαν το πεπρωμένο να με καλούσε έπεσε το μπουφάν και το παντελόνι της μηχανής. Έπεσαν ακριβώς πάνω στις μπότες. Έμεινα να τα κοιτάζω, αφού μια εσωτερική παρόρμηση με καλούσε να αλλάξω τα σχέδια μου. Δεν μπορούσα να κάνω πως δεν τα βλέπω, δεν μπορούσα με τίποτα να αδιαφορώ για την ανάγκη μου για βόλτα με την μηχανή. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, φοβούμενος μην τυχόν και αλλάξω γνώμη και ανέβηκα πάλι στο σπίτι. Με το που με είδε η γυναίκα μου κούνησε το κεφάλι και έφυγε λέγοντας κάτι μέσα από τα δόντια της που έμοιαζε με “δεν θα βάλεις μυαλό εσύ”. Ένιωσα τον ιδρώτα να κυλάει στην ραχοκοκαλιά μου αφού κάθε φορά που αναφέρεται σε μένα και την μηχανή μου κάτι στραβό θα μου συμβεί.
Μην το θεωρήσετε αυτό ότι είμαι ψυχαναγκαστικός ή ιδεοληπτικά προληπτικός, αλλά η γυναίκα μου το έχει αυτό. Χαρακτηριστικά θυμάμαι την περίπτωση όπου είμαι σε αγώνα. Μπροστά μου έχω μια τεράστια φλαταδούρα (σ.σ: σε απλά Ελληνικά τελειώς ίσιος flat χωμάτινος δρόμος) με μεγάλο πλάτος, χωρίς ούτε ένα εμπόδιο. Ο δρόμος είναι τόσο τελείως ίσιος μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου και εγώ βρίσκω την ευκαιρία να ανοίξω και να πηγαίνω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να μειώσω τον χρόνο από τον προπορευόμενο. Το μυαλό μου είναι συγκεντρωμένο στον ίσιο δρόμο, χωρίς εμπόδια τονίζω και ξαφνικά χωρίς να καταλάβω πως, χωρίς να συμβεί τίποτα, χωρίς να αλλάξει κανένα δεδομένο είμαι ξαπλωμένος στο χώμα! Δεν σηκώνομαι και μένω εκεί προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει συμβεί. Μια δόνηση βγαίνει από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου και βγάζω το κινητό μου. Βλέπω στην οθόνη το πρόσωπο της γυναίκας μου χαμογελαστό και το νούμερό της. Απαντώ απότομα και νευριασμένος, αφού ξέρει που βρίσκομαι και τι κάνω, οπότε η λογική θα ήταν να μην απαντήσω και μου λέει με το ειρωνικό ύφος, αυτού που ξέρει ότι οι κατάρες του πιάνουν, “ΠΗΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΚΑΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΔΩ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ”. Ήμουν καλά… Μέχρι που με σκέφτηκε!