Είχα ρωτήσει φυσικά που μπορώ να πάω για να δω κάτι από το μέρος και με είπαν ότι στο κέντρο, έχει καφετέριες McDonald's και εστιατόρια… Μια χαρά! Φυσικά με είπαν ότι είναι πολύ κοντά και μπορώ να πάω με τα πόδια, αλλά εγώ επέλεξα να οδηγήσω. Φτάνω σε μία κυκλική διασταύρωση παίρνω μια έξοδο και καταλήγω σε ένα κάμπινγκ, Ουπς!
Βάζω των Τομ να δω που μπορεί να είναι το κέντρο και τον λέω, να με οδηγήσει εκεί που φαίνεται ότι έχει πολλά σπίτια… Ωραίω κριτιριο ε!! Εκεί που είναι τα πολλά σπίτια, κάπου εκεί θα είναι και το κέντρο! Έτσι παίρνω μια άλλη έξοδο από τον κυκλικό κόμβο και βγαίνω στην εθνική οδό! Δεν μπορούσα να χωνέψω οτι ξεκίνησα να πάω κάπου σε απόσταση με τα πόδια, και κατέληξα να οδηγώ προς άγνωστούς προορισμούς.
Μιλάμε ανάμεσα στα βρισίδια που έριχνα καθώς οδηγούσα, παρακαλούσα και τον Θεο μην και τυχόν πληρώσω και τίποτα διόδια… Τελικά ευτυχώς όχι! Βρίσκω πινακίδες για Μιλάνο και φοβούμενος μην πάω αλλού για αλλού, στρίβω κατά εκεί. Και ετσι κατέληξα στα προάστια του Μιλάνου.
Κάνω κάποια χιλιόμετρα μέσα σε αρκετή κίνηση με τα φανάρια, να διαδέχονται καταριπας το ένα μετά το άλλο και το βεντιλατέρ από το μηχανάκι, να αρχίζει να κελαηδάει. Ρε Νίκο που πας και ζορίζεις το φειζερ λίγες μόλις ώρες προτού, να έρθει η Ανθη από την Ελλάδα… Τρελάθηκα και αυτομάτως, έκανα αναστροφή βαζοντας των Τομ να με πάει στο πάρκινγκ.
Αλλά δεν το παράτησα όχι! Κοιτώντας το κινητό ξαναεβαλα το GPS να με πάει στο κέντρο ενός άλλου μεγάλου οικισμού, μπας και βρω επιτέλους αυτό το περιβόητο κέντρο της περιοχής. Ο Τομ να με πηγαίνει μέσα από κάτι ερειπωμένους δρόμους που κύκλωναν το αεροδρόμιο. Προσπερνώντας πολλά παρατημένα κοντέινερ να με οδηγεί, μέσα σε ξεχασμένους οικισμούς όπου πολλοί αλλοδαποί αφρικανικής καταγωγής, είχαν στήσει διάφορα πηγαδάκια και με κοιτούσαν, περίεργα στο δρόμο… Σφίχτηκα! Για μια στιγμή νοερά νομίζα ότι βρισκόμουν στις κακόφημες συνοικίες της Νέας Υόρκης, όπου οι συμμορίες έχουν το ολοκληρωτικό έλεγχο της περιοχής! Τι να λέμε τώρα.
Συνεχίζω και φτάνω επιτέλους στην κωμόπολη, κάνω μια γύρα δεν είχε τίποτα ούτε καφετέρια ούτε εστιατόρια και φυσικά, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ξανά κάνω μια γύρα μήπως και βρω κάτι, μπα..!!! Το μόνο που βρήκα ήταν μια πανέμορφη ιταλίδα που καθόταν με τη φιλενάδα της σε μία γωνία του ερημωμένου δρόμου και φαντάζομαι, έκλαιγε την μοίρα της με το τι κάνει σε ένα τόπο σαν και αυτό.
Σταματάω έξω από τα κιγκλιδώματα του αεροδρομίου να κάνω ένα τσιγάρο και να χαζεύω, τους αεροδιαδρόμους με κάποια αεροπλάνα, να απογειώνονται βαθιά μέσα στον ορίζοντα. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η αίσθηση της ερημίας που με περίκλειε, αλλά κάπου άρχισα να αγριεύομαι και την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια για το πάρκινγκ.
Φτάνω στην πύλη από το γκαράζ και περιμένω να ανοίξει η πόρτα… Μπα!! Να κορνάρω, ούτε! Κατεβαίνω και να ψάχνω μήπως έχει κάποιο κουμπί κάτι, που ενεργοποιεί το μηχανισμό… Δεν είχε τίποτα και αρχισα να βρίσκομαι, σε κατάσταση υστερίας!
Σκάει ένα αμάξι που έβγαινε εκείνη την ώρα από το πάρκινγκ και μου λέει ότι μάλλον, το φωτοκύτταρο που έχει δεν πιάνει τον όγκο της μοτοσικλέτας… Ρε πότε θα ησυχάσει η ψυχή μου! Να φωνάζω να κάνω χειρονομίες μπροστά στις κάμερες, με αγνοούσαν παντελώς! Είχε μία πολύ μικρή μεταλλική είσοδο για να διέρχονται οι πεζοί και εκεί που ήμουν έτοιμος να σκαρφαλώσω κάτι πεζουλάκια κάνοντας εντούρο εκ θαύματος, με είδαν και μπήκα στο γκαράζ… Εύκολο ήταν!
Σταθμεύω πληρώνω και πάω να κάτσω επιτέλους την συνοικιακή πιτσαρία δίπλα από το ξενοδοχείο, μιας και πεινούσα σαν λύκος! Παραγγέλνω πίτσα και μία μπύρα και αφού τα τσάκισα…
Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ότι η μέρα μου σήμερα ήταν πραγματικά κενή, από ταξιδιωτικές εμπειρίες. Κάνοντας ουσιαστικά,για πρώτη φορά στη ζωή μου, μια μέρα διακοπές… Μέσα στις διακοπές μου.
Ετσι και εγώ επειδή σήμερα δεν έκανα ταξιδιωτικά τίποτα, χτύπησα και μια δεύτερη πίτσα για να γουστάρω.
Γύρισα στο ξενοδοχείο μίλησα με την Ανθή.
– Που πήγες στο κέντρο, είδα στο Google ότι έχει καφετέριες και Μακντόναλντ.
– Δεν τα βρήκα.
– … (Νεκρική σιγή)
– Μάλλον θα ήταν μέσα στο αεροδρόμιο. Άντε έρχεσαι αύριο.
– Ναι!
– Με το που φτάσεις πάρε με τηλέφωνο να ξεκινήσω να σε πάρω.
– Αμάν!
Και αφού είδα τηλεόραση μετά από κάμποση ώρα, αποκοιμήθηκα.