Με την ευκαιρία του νήματος για μια φάρσα που ανοίχτηκε, θυμήθηκα μια παλιά ιστοριούλα. Και την βάζω εδώ γιατί δεν έχει σχέση με μηχανάκια.
(Όποιος βαριέται τα σεντόνια, σταματάει εδώ. Δεν λέει και τίποτα σοβαρό.)
Είναι αρχές του 90s. Δεν είχαμε ούτε καν κινητό να φανταστείς.
Σάββατο βράδυ περίπου 12 η ώρα. Είμαστε τρεις άντρες και δυο γυναίκες και μπαίνουμε σε μαγαζί που ξέρουμε ότι θα βρούμε τον Θωμά μέσα. Ο Θωμάς είναι με καινούρια γκόμενα εκεί και δεν χάρηκε καθόλου που μας είδε. Φοβάται μην πούμε η κάνουμε καμιά μαλακία και του κάνουμε χαλάστρα. Τες πα, δεν μας αρέσει εκεί και φεύγουμε αυτοί που ήρθαμε. Ο Θωμάς κάθισε εκεί με την δικιά του.
Περπατάμε στο πεζοδρόμιο και λίγο παραπέρα, βλέπουμε παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του Θωμά. Ένα μικρό Hyundai ανοιχτό (αγροτικό). Ανταλλάσσονται ματιές. Πέφτει η πρώτη ιδέα. Να βρούμε κάνα τσιμεντόλιθο να το τακάρουμε και να του βγάλουμε τους τροχούς. Όχι ρε. Και που θα τους βάλουμε? Στην καρότσα μπορεί κάποιος να τους κλέψει. Κι αν έχει πιεί και λίγο παραπάνω πως θα τους βάλει? Ναι βαρύ. Μετά από κάνα πεντάλεπτο κουβέντας, δεν βρίσκουμε τίποτα που να έχει πλάκα χωρίς σοβαρές συνέπειες. Απογοητευμένοι ξεκινάμε να φύγουμε. Ο Βαγγέλης έχει πάει λίγο πιο πίσω και γυρνάει με μια σακούλα σκουπίδια και την ρίχνει πάνω στην καρότσα του Hyundai.
Εκείνες τις μέρες απεργούσαν οι του δήμου και καμιά 10ριά μέτρα πιο πίσω ήταν ένας τεράστιος σορός με σακούλες σκουπιδιών. Μου αρέσει η ιδέα και γυρνώ κι εγώ και παίρνω δυο. Και μας πιάνει ένα αμόκ και επί 10 λεπτά, πέντε άτομα κουβαλάμε σκουπίδια και τα βάζουμε στο αγροτικό. Πολύ πράμα. Να μας πλήρωναν δεν το κάναμε αυτό. Σταματήσαμε μόνο όταν δεν φτάναμε να το φορτώσουμε άλλο. Κοιτάξαμε λίγο το κατόρθωμα. Ήταν πραγματικά πολύ αστείο θέαμα. Και η μόνη συνέπεια που σκεφτήκαμε, ήταν να μην καταλάβει ότι του το κάναμε εμείς και τα βρούμε το πρωί στις αυλές μας.
Και φύγαμε γελώντας.
Την άλλη μέρα βρισκόμαστε σε καφέ οι τρεις και αφού κανένας δεν βρήκε σκουπίδια στην αυλή του, περιμένουμε να έρθει κι ο Θωμάς να μας τα πει μόνος του. Καλού κακού, είπαμε να μην πούμε τίποτα πριν μας πει τι έγινε.
Ο Θωμάς ήρθε 12+ το μεσημέρι, ενώ ήταν πάντα απ τους πρώτους. Έδειχνε άυπνος, ταλαιπωρημένος, με μαύρους κύκλους, ένα χάλι.
«Τι είσαι έτσι ρε μαλάκα? Τώρα ξύπνησες?»
«Μήπως κοιμήθηκα και καθόλου? Γ@μησέτα. Από χτες δεν πήγα σπίτι ακόμα, τώρα έρχομαι.»
«Γιατί ρε? Τι έγινε?»
Στην αρχή του τα βγάζαμε με το τσιγκέλι. Μετά ήρθαν και μερικοί άλλοι (που δεν ξέραν) και πες ο ένας, πες ο άλλος, αρχίζει ο Θωμάς να μας λέει πως το βίωσε αυτός.
«Φύγαμε απ το μαγαζί κατά της 4. Είχα πιει και κάνα δυο ποτά παραπάνω και είμαι μέσα στην τρελή χαρά. Μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητο…» (Παύση με σφιγμένα δόντια)
«Ε! Τι έγινε στο αυτοκίνητο?»
Ξέχασα να πω, ότι το είχε παρκαρισμένο ακριβός μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας και εκείνες τις μέρες, είχε βγει ανακοίνωση να μην βγάζουν τα σκουπίδια έξω γιατί μαζεύτηκαν πολλά, κλπ.
«Λοιπόν? Τι έγινε στο αυτοκίνητο?»
«Ρε μαλάκες, δεν θα το πιστέψετε. Είχαν κατέβει απ την πολυκατοικία και βαλαν όλα τα σκουπίδια τους πάνω στο αγροτικό! Όλα όμως! Βουνό οι σακούλες! Τα πήρα στο κρανίο. Άρχισα να φωνάζω. Κανένας δεν βγήκε. Βάζω την δικιά μου σε ένα ταξί και την διώχνω. Πάω στην είσοδο και αρχίζω να πατάω όλα τα κουδούνια. Όλα όμως. Με τα δυο τα χέρια. Ξανά και ξανά. Μέχρι που κάποιοι απάντησαν.»
«Τι θέλετε κύριε?»
«Κεριά και λιβάνια ρε π@ύστιδες. Κατεβείτε όλοι να μαζέψετε τα σκουπίδια.» (Ουρλιάζοντας αυτά)
«Πια σκουπίδια ρε φίλε? Είσαι με τα καλά σου?»
«Εσύ δεν θα είσαι καλά σε λίγο. Αν δεν κατεβείτε όλοι τώρα να μαζέψετε τα σκουπίδια θα σας γ…σω όλους. Και αρχίζω έξαλλος να πετάω τις σακούλες στο δρόμο. Κάποιοι βγήκαν στα μπαλκόνια και φώναζαν. Ο διαχειριστής και κάνα δυο άλλοι κατέβηκαν κάτω. Εγώ μούσκεμα στον ιδρώτα και ο δρόμος τίνγκα στο σκουπίδι. Δεν περνούσες ούτε με τα πόδια.