Σας χαιρετώ από τη Νέα Υόρκη όπου επέστρεψα δυστυχώς για το μνημόσυνο του θείου μου...
Ορίστε και ένα ποίημα που έγραψα όταν ήμουν φοιτητής εκεί πριν αρκετά χρόνια μιας και οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν:
Metropolis
I stroll through hearts of steel and stone
and huge egos clad in glass
through this city that has no limits.
Towering ambitions are blocking out my sun.
I look toward the dizzying heights of
greed and desire;
It's all about the money here,
enough is never enough
of what this world calls wealth.
My gaze can't pierce the clouds though,
but I feel content.
Money makes the world go round
but joy always has a different cost.
Άλλο ένα ποίημα από τα φοιτητικά μου χρόνια για τον θαυμαστό κόσμο του μετρό της Νέας Υόρκης
Manhattan Transfer
Platform 4.
A rush of grimy air betrays the arrival. A decelerating slideshow unfolding.
If you are lucky, the brake squeal climax will leave you facing the sliding doors.
Mind the gap.
So many empty yet occupied seats inside.
Vacant stares lost in transit.
Sleepless workers, drunkards, students and madmen under the shiny metal skin.
So many, so close, but so strikingly alone.
So splendidly alone.
All of us underground, yet not necessarily chthonic, rolling beneath the Hudson.
Or East River, for what matters…
Down here, you can be anything you want.
Singer, magician, Messiah.
You can be anything you want.
Safe as a mere reflection on our glassy stares.
On the other side, the sun will glow on the towering skylines of our mind.
For some of us, at least.
Από το τρίτο μου βιβλίο, Θρυαλλίς:
Λιμάνια
Συννέφιασε κι αντάριασε ο ορίζοντας της λήθης
και οι αναμνήσεις σβήνουνε σαν φώτα της ομίχλης.
Υπόλοιπα αντίληψης του αμφιβληστροειδή,
εκρήξεις χρώματος, συναισθησία.
Ευλίμενα κενά, λιμένες σφαλιστοί•
φάροι μνημών, εκλάμψεις νοσταλγίας.
Σκοτείνιασε και πρόβαλλαν σαν άστρα οι αναμνήσεις
σαν Πορτολάνος του ουρανού που ξέχασες ν’ ανοίξεις…
Με αφορμή το τόπικ περί θητείας ένα ποίημα που έγραψα κάποτε σε ένα φυλάκιο του Έβρου, από το πέμπτο βιβλίο μου Πολλαχώς:
Το πλατύ ποτάμι
Ένα ποτήρι νερό
είναι συνήθως αρκετό.
Εκτός κι αν είναι μεσημέρι
εκτός κι αν είναι καλοκαίρι
εκτός κι αν κουβανείς ένα μωρό στο χέρι.
Ένα ποτήρι νερό συνήθως φτάνει
για να δροσίσει, έστω, μια πλάνη.
Είναι φορές που όλη η ανθρωπιά και η ανάγκη του κόσμου
συμπυκνώνεται σε κάτι απλό:
Στο βλέμμα ενός μωρού
κυνηγημένου από παντού
στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού.
Σε ένα ποτήρι νερό
κι ας μην είναι αρκετό...
Οι νικητές της Βαστίλης, από το τρίτο μου βιβλίο, Θρυαλλίς:
Les vainqueurs de la Bastille (confession d'un vieillard)
Η Βαστίλη έπεσε και οι πύλες είναι ανοικτές! Μοναχά μια μέρα μας πήρε!
Με άδεια μουσκέτα και γεμάτες καρδιές. Με τρίχρωμες κονκάρδες.
Μπήκαμε και στο κατάστιχο. Νικητές!
Βέβαια, αυτά που βρήκαμε μέσα δεν ήταν και τόσο τρομερά.
Μισή ντουζίνα τρόφιμοι και αλαφροΐσκιωτοι που τους χαλάσαμε την ησυχία.
Και όλοι αυτοί οι παλιοί στρατιώτες… Αλλά ας μην τραβούσαν την σκανδάλη.
Είχαν βέβαια τις διαταγές τους. Αυτοί τις δικές τους και εμείς τις δικές μας.
Κι ο Ντε Λονέ μόνος του το έφαγε το κεφάλι του.
Έδωσε βλέπετε την διαταγή.
Αν την έδωσε τελικά...
Εν πάση περιπτώσει έγινε σκοτωμός και κάποιος έπρεπε να την πληρώσει.
Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Κάποιοι μέθυσαν με την ισότητα, άλλοι με την αδελφότητα, μα οι πιο πολλοί μεθύσαμε
με την ελευθερία.
Έτσι είναι η ελευθερία• δίνει επικίνδυνες ελευθερίες.