Ξύπνησα το Σάββατο το πρωί ως συνήθως,
ήπια τον καφέ μου ως συνήθως,
φόρεσα τη φόρμα μου ως συνήθως,
έβαλα τα αθλητικά μου ως συνήθως,
και είμαι έτοιμος να στείλω στον εαυτό μου το μήνυμα νούμερο 6 και να βγω για το γρήγορο περπάτημά μου, ως συνήθως.
Στην πόρτα κοντοσκέφτομαι: "Μήπως να βγάλω πρώτα τη μηχανή για την εβδομαδιαία βόλτα συντήρησης των 15 χλμ; 20 λεπτά υπόθεση είναι· θα πάω μετά για περπάτημα."
Κάνω μεταβολή και παίρνω κλειδιά, χαρτιά, κράνος, γάντια και φοράω το μπουφάν της μηχανής με την επένδυση πάνω απ το φανελάκι.
Τίποτα δεν προμήνυε ότι αυτό το Σάββατο δεν θα ήταν ως συνήθως..
Κατηφορίζω τη Βουλιαγμένης, όταν το πηγμένο απ τη μαλακία που ζούμε κεφάλι μου αρχίζει να παίρνει περίεργες στροφές ("για το καλό μου", που λέει κι ο Μηλιώκας)..
Στρίβω δεξιά στην Αλίμου, κάνω δεξιά στην παραλιακή, δεξιά στο ποτάμι και πάλι δεξιά για την Αθηνών - Κορίνθου..
Στην Ελευσίνα μου ανάβει ρεζέρβα. "Τι να κάνω τώρα;" σκέφτομαι. "Αν το γεμίσω και με σταματήσουν, θα πάνε στράφι 30 λίτρα βενζίνης. Ας βάλω 15€ και βλέπουμε".
Πλησιάζοντας τα πρώτα διόδια κοιτάω από μακρυά και βλέπω περιπολικά παντού. Παντού. Ελέγχανε όλα τα οχήματα· ένα προς ένα. "Από δω δεν υπάρχει καμία περίπτωση να περάσω" σκέφτομαι και κάνω λοξά δεξιά στον παράδρομο που βγάζει στην παλιά εθνική. Με τόση αστυνομία που είδα μαζεμένη στα πρώτα διόδια Αθηνών - Κορίνθου ήμουνα σχεδόν σίγουρος ότι θα με σταματάγανε κάπου στη συνέχεια. Όμως δεν μπορούσα, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Με τιποτα. Όσο προχώραγα, τόσο πιο μακρυά ήθελα να πάω. Έτσι, συνέχισα από την παλιά εθνική οδό Αθηνών - Κορίνθου πλέον με συνεχώς αυξανόμενη επιθυμία και όρεξη.
Σε κάθε έξοδο της παλιάς προς την καινούργια εθνική υπάρχει περιπολικό που ελέγχει. Κάπου λίγο μετά τους Αγίους Θεοδώρους αν θυμάμαι καλά υπάρχει παράκαμψη λόγω έργων. Από κει, οι επιλογές είναι 2: ή βγαίνεις στη νέα εθνική οδό, ή μπλέκεις σε τοπικούς δευτερεύοντες δρόμους. Αν βγω στην εθνική οδό, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συναντήσω αστυνομία τόσο κατά την είδοδό μου σε αυτήν, όσο και στα επικείμενα διόδια. Το χειρότερο σε αυτή την περίπτωση ηταν, το ότι θα έπρεπε να γυρίσω πίσω. Απ την άλλη, αν πήγαινα από επαρχιακούς δρόμους, θα τράβαγε πολύ σε χρόνο λόγω της μικρότερης μέσης ωριαίας ταχύτητας και του ψαξίματος· πιασ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πλησιάζω αργά την είσοδο της εθνικής και έχοντας γείρει τον κορμό μπροστά (σα να στηρίζομαι με τους αγκώνες σε κουπαστή πλοίου) τεντώνω το κεφάλι που είχε βγει έξω από τον ανεμοθώρακα της μηχανής προς τα αριστερά προσπαθώντας να διακρίνω κάτι ανάμεσα σε μπλε και άσπρο. Τίποτα. Πάμε.
Ρολάρω στην άδεια εθνική γουργουριστά με 130, με τη φόρμα να κυματίζει σα σημαία και τον αέρα που έμπαινε ανεμπόδιστος από τα αθλητικά να με κάνει να νιώθω ξυπόλητος. Αν και εθνική, μ άρεσε.
Φτανω στα δεύτερα διόδια της Αθηνών - Κορίνθου· λειτουργούν μόνο οι δύο δεξιοί γκισέδες και μετά απ αυτούς υπάρχει περιπολικό με έναν ασκεπή αστυνομικό χωρίς μάσκα να στέκεται όρθιος. Πληρώνω στον αριστερό γκισέ και ταυτόχρονα λοξοκοιτάω τον αστυνομικό που κοιτάει αλλού και φαίνεται χαλαρός. Βάζω πρώτη, και αφού έχω καταλάβει ότι δεν θα με σταματήσει, γυρίζω και τον κοιτάω· με κοιτάει, μου χαμογελάει..
Στρίβω αριστερά για Τρίπολη / Καλαμάτα. Στα διόδια δεν υπάρχει ίχνος αστυνομίας. Στο σημείο αυτό ψυχανεμίζομαι ότι μέχρι το τέλος αυτής της εξόρμησης δεν θα με απασχολήσει ξανά το θέμα αστυνομία.