Γεια σε όλους φίλοι μου, μετά από καιρό και μετά από μία χρονιά αφόρητου εγκλεισμού που σίγουρα ελπίζουμε όλοι να μην επιστρέψει ποτέ ξανά!
Εκεί που έγραφα αν θυμάστε στο περσινό ταξιδιωτικό πριν κινήσω προς Ρουμανία ότι επιτέλους ανασάναμε, φέτος γυρίσαμε πάλι στο μηδέν. Αφού λοιπόν είναι σικέ ετούτος ο αγώνας και μέχρι να φάμε παγωτό έρχεται ο χειμώνας, αποφάσισα ως συνήθως ότι ο τολμών νικά και αποφάσισα να φύγω με προορισμό τον βαθύ ιταλικό νότο και την πάντα ιδιαίτερη Μάλτα.
Το φετινό μου ταξίδι είχε σχεδιαστεί ως συνήθως με γνώμονα την οδήγηση μοτοσυκλέτας, την εξερεύνηση και τη γνωριμία με όμορφα μέρη και ανθρώπους. Με τα πάντα κλειστά μέχρι και τα μέσα Μαΐου και με διαφορετικές απαγορεύσεις ανά χώρα, ενημερωνόμουν καθημερινά για την άρση της υποχρεωτικής καραντίνας αρχικά στην Ιταλία και έπειτα στη Μάλτα, που ήταν και ο αντικειμενικός σκοπός της φετινής εξόρμησης.
Μόλις πληροφορήθηκα λοιπόν τα ευχάριστα, έλεγξα τον καιρό και άρχισα την προετοιμασία πριν ακόμη αρθούν επίσημα τα απαγορευτικά. Με τη μοτοσικλέτα σε άψογη κατάσταση και τα απαραίτητα έγγραφα στο tank bag, φόρτωσα τα μπαγκάζια μου και κίνησα προς Ηγουμενίτσα με το τρίπτυχο μοτοσικλέτα - φωτογραφία - ελευθερία στο μυαλό και την καρδιά.
Λόγω ιταλικής νοοτροπίας οι αλλαγές δημοσιεύονται αρκετές μέρες μετά, οπότε αφού ενημερώθηκα επισήμως από την ιταλική πρεσβεία συμπλήρωσα ένα transit to Malta plf, έκανα το φτηνό rapid test και έκλεισα εισιτήριο στο πρώτο μετά υποχρεωτικής καραντίνας καράβι προς Μπρίντιζι. Η διαδρομή προς Ηγουμενίτσα ήταν ένα καλό ξεμούδιασμα σωματικό και πνευματικό, σαν να μην πέρασε μια μέρα, με γνώριμες εικόνες, ήχους και συναισθήματα να πλημμυρίζουν τις αισθήσεις. Είμαστε για άλλη μια φορά στον δρόμο με το Er και κάνουμε τα πράγματα να συμβαίνουν!
Με το καράβι να αναχωρεί μεσάνυχτα, η κατάσταση στο εσωτερικό του ήταν σουρεαλιστική, με ελάχιστους επιβάτες και το σκηνικό να θυμίζει ταινία τρόμου! Άδειοι χώροι, καθίσματα και σαλόνια και ένα κοριτσάκι με μικροσκοπικά, άδεια μάτια...καλά όχι, δεν φτάσαμε ως εκεί, άλλα τουλάχιστον επειδή φέτος την είδα οργισμένο νιάτο και δεν έκλεισα καμπίνα, είχα άφθονες επιλογές ποιοτικής κατάκλισης.
Ξυπνώντας το επόμενο πρωινό πάνω στον ωραιότατο οκταθέσιο καναπέ που επέλεξα, ήμουν έτοιμος να αρχίσω το πραγματικό ταξίδι από το λιμάνι του Μπρίντιζι αυτή τη φορά.
Γνωρίζοντας από προηγούμενες εμπειρίες την ελληνική οδηγική νοοτροπία που επικρατεί από τη μέση και κάτω στον χάρτη της ιταλικής μπότας, ήμουν αυτό που λέμε υποψιασμένος. Ίσως επειδή ήμουν προετοιμασμένος λοιπόν, ή ίσως γιατί και οι ίδιοι οι Ιταλοί ήταν μουδιασμένοι από το lockdown, η κατάσταση ήταν μια χαρά και γρήγορα άρχισα να κατηφορίζω. Ακολουθώντας την πινακίδα Reggio Calabria και από την Κοσέντζα και κάτω, το τοπίο άρχισε να αλλάζει και να γίνεται πιο ξηρό, άρχισαν να προβάλλουν φραγκοσυκιές και ελαιώνες, ώσπου φάνηκε και η Τυρρηνική θάλασσα στα δεξιά μου, μαζί με την πινακίδα της Τροπέα, του πρώτου μου προορισμού επί Καλαβρέζικου εδάφους. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτή την πανέμορφη μικρή πόλη είναι παράκτιος και δαντελωτός κι έτσι φτάνω στην πανσιόν όπου είχα κλείσει δωμάτιο με ψυχή ελαφριά και ευτυχισμένος που για άλλη μια φορά επίλεξα τον ανοικτό δρόμο αντί για τον καναπέ.
Μετά την τακτοποίηση στο δωμάτιο βάζω τα πολιτικά και ξεκινώ την περιήγηση μου στους δρόμους και τα σοκάκια που φαίνονται να συγκλίνουν όλα προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Όμορφη ατμόσφαιρα και μεσογειακό φως, με εικόνες που θυμίζουν ταινία του Τορνατόρε.
Ξακουστά και τα κόκκινα κρεμμύδια της Τροπέα, και υπέροχες εικόνες σαν κι αυτή επιβεβαιώνουν ότι βρίσκομαι αναμφίβολα στην αυθεντική Ιταλία!