Κοιτα να δεις, οσο ανηκεις στη μειοψηφια εχεις δικαιωμα να χρησιμοποιείς ο,τι χαρακτηρισμο θελεις για τη μειοψηφια που ανήκεις.
Δηλαδή ενας αφροαμερικανός μπορει να λεει nigga τον αλλον , γιατι και οι 2 είναι στην ιδια μειοψηφια και εχουν το δικαιωμα να αυτοσαρκάζονται.
Ενας αθιγγανος μπορεί να λέει στον άλλο αθιγγανο «ρε γυφτε» και να γελανε , αν όμως το πεις εσυ η εγω που ειμαστε εξω από την ομαδα τους και πλειοψηφία , αυτόματα είναι ρατσισμός.
Επισης εχω ακούσει άτομο πάσχον από νανισμό , να χαιρετάει έτερο άτομο πάσχον από νανισμο «που`σαι ρε ψηλέ?». Όλα καλα. Αν όμως τον χαιρετίσω εγω με αυτά τα λόγια , είναι προφανως ειρωνία και ειμαι κακός.
Βέβαια , όπως ελεγε κι ο ουμπέρτο έκο, ετσι αυτομάτως γενννιέται ένα αλλό πρόβλημα :αν δηλώσω ότι δεν έχω δικαιωμα να αυτοαρκάζομαι, αυτό ειναι statement ότι ανήκω στην καλή πλειοψηφία (οι μειοψηφίες είναι παντα κακές), αρα πάλι ειμαι ρατσιστης.
Π.χ. λέω yo ma nigga στον αφροαμερικανό μικροπωλητη , αρα ειμαι προσβλητικός και ρατσιστής.
ή ΔΕΝ του λέω yo ma nigga , οπότε δηλώνω ότι αυτός είναι μειοψηφία ενώ εγώ είναι ανώτερος.
. Πάλι μαλακία έκανα.
Βρήκα και παραθέτω ατόφιο το κειμενο:
Ουμπέρτο Έκο
ΠΡΙΝ λίγες μέρες κάποιος αναγνώστης έκανε μια ερώτηση Μιλώντας στην Ταορμίνα, ο γνωστός ηθοποιός Elliot Gould είπε (αστειευόμενος) ότι νόμιζε πως MAFIA σημαίνει “Mothr and Father Italian Association” [Σύνδεσμος Ιταλών Πατεράδων και Μανάδων]. Μήπως θα έπρεπε να θεωρήσουμε τη δήλωση του ηθοποιού προσβλητική;
Ο Aldo Falivena, διευθυντής του “Radio-corriere” όπου δημοσιεύτηκε το ερώτημα, απάντησε: “Βεβαίως. Όχι όμως εξαιτίας του ηθοποιού, αλλά εξαιτίας της μαφίας”.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι ο αμερικανός ηθοποιός στη διάρκεια εκείνης της συζήτησης αστειεύτηκε με τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και μ τον εαυτό του, ή τους συναδέλφους του. Μέχρις εδώ, όλα καλά, μόνο που κανένας δεν πρέπει να μας θυμίζει ότι η μαφία είναι ιταλική. Η πατρίδα μας, μια χώρα αγίων και θαλασσοπόρων, δεν μπορεί να το ανεχθεί. Παρ’ όλα αυτά, όλοι κατηγορήσαμε τον Χομεϊνί όταν προσβλήθηκε από μια σύντομη σατιρική σκηνή. Σκαρώνουμε ανέκδοτα για τους γκάνκστερ του Σικάγου ή για τον τρόπο με τον οποίο οι Κινέζοι προφέρουν τις λέξεις μας, ο Bonvi με τα εικονογραφημένα του γελοιοποιεί τους Γερμανούς, οι εφημερίδες και τα περιοδικά δημοσιεύουν πικάντικα ρεπορτάζ για τις ξανθές απογόνους των Βίκινγκς που κατεβαίνουν στην Ιταλία για να τις ξεσκίσουν τ’ αυγουστιάτικα λιοντάρια μας. Η καζούρα σε βάρος των άλλων μας αρέσει, αποτελεί όμως θεμελιώδη αρχή του ιταλικού πολιτισμού η άποψη ότι όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες εκτός από τη μάνα μας και την αδερφή μας.
Μέχρι σε ποιο σημείο όμως επιτρέπεται να κοροϊδεύουμε τους διαφορετικούς; Μόλις πριν λίγες δεκαετίες στο κωμικό θέατρο βλέπαμε τους ηθοποιούς να ειρωνεύονται κάποιες αναπηρίες (όπως, για παράδειγμα, τους ανθρώπους που δε μπορούν να προφέρουν το ρ), ενώ σήμερα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Στις ΗΠΑ, από τον κινηματογράφο και την επιθεώρηση έχει εξαφανιστεί ο “νέγρος” γκαφατζής και κανένας δε θα τολμούσε να διηγηθεί κάποιο ανέκδοτο σε βάρος των Εβραίων ή να σατιρίσει στο θέατρο έναν Ιταλοαμερικάνο, έναν Πολωνό ή έναν Κινέζο. Κι όλα αυτά είναι, απλούστατα, πολύ σωστά, επειδή, ΄ταν κοροϊδεύουμε τους άλλους που είναι διαφορετικοί από μας, κάνουμε ακόμη πιο βαθύ το ρήγμα της προκατάληψης.
Βέβαια, το κωμικό όχι μόνο είναι σκληρό και δίχως έλεος (γελάμε με τον Αρλεκίνο που σε κάθε παράσταση τρώει ένα κάρο ξύλο), αλλά και ρατσιστικό, επειδή μετατρέπει τις διαφορές μας από τους άλλους σε σταθερό κλισέ. Δεν πρόκειται για ρατσισμό όταν αναγνωρίζουμε ότι οι Κινέζοι, σαν φυσική κατασκευή, είναι διαφορετικοί από τους Κογκολέζους, και οι Κογκολέζοι από τους Ιταλούς. Είμαστε όμως ρατσιστές ΄ταν περιορίζουμε τους Κινέζους και τους Κογκολέζους στα πλαίσια μιας standard εικόνας η οποία, σε σύγκριση με τη δική μας, (που διαθέτει πολύ περισσότερες αποχρώσεις), μοιραία θα καταλήξει αρνητική. Αλλά, έστω κι αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον χιουμοριστικό ρατσισμό που προκαλεί το γέλιο και στον φανατικό ρατσισμό που προκαλεί τις σφαγές, συχνά ο ένας στηρίζει τον άλλο και ο αντισημιτισμός του Χίτλερ (τελική λύση-εξόντωση) άρχισε να μπαίνει σ’ εφαρμογή αφού προηγήθηκαν επί αιώνες σατιρικές παρουσιάσεις αμέτρητων Σαμουήλ με γαμψές μύτες και τραγίσια γένια.