Δημοσιεύθηκε αρχικά από
billy84
ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ
Μπουρούχα: Μηχανή μεγάλου κυβισμού, ηλικιωμένη, συνήθως βαριά και δυσκίνητη, με έντονα μηχανικά προβλήματα και σάπιες θορυβώδεις εξατμίσεις. Μια «μπουρούχα» κάνει απίστευτο θόρυβο, αλλά «δεν πάει μία», καθώς ο κινητήρας της χρήζει γενικής επισκευής, κανένας όμως μάστορας δεν θέλει να την βάλει στο μαγαζί του γιατί είναι χάσιμο χρόνου.
(Τώρα εδώ γελάνε μιας και μπουρούχα σημαίνει "κακής ποιότητος").
Κουρούτα: Ανάλογη της μπουρούχας αλλά μικρότερου κυβισμού.
Κουκουνάρι: δίχρονη μοτοσυκλέτα, με ασθενικές επιδόσεις. Η εξήγηση έρχεται ως εξής: αν στο κουκουνάρι (του πεύκου) βάλεις φωτιά, θα σκάσει, αλλά δεν θα συμβεί και τίποτε το τρομερό. Τον χαρακτηρισμό είχαν κερδίσει επάξια οι μοτοσυκλετες της ΜΖ.
Κομπρεσέρ: τα μεγάλα ευρωπαϊκά μονοκύλινδρα ή δικύλινδρα του παρελθόντος. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα υποτιμητικά.
Γκαζιέρα: Μοτοσυκλέτα υψηλών επιδόσεων αλλά μειωμένης αξιοπιστίας.
Μαϊμού: Μοτοσυκλέτα που κυκλοφορεί νόμιμα, αλλά είναι ουσιαστικά κλεμμένη. Χρησιμοποιείται και για κλεμμένα ή ιμιτασιόν ανταλλακτικά.
Χελιδόνι: Μοτοσυκλέτα (παλαιότερα με ξένα νούμερα) που είναι σταμπαρισμένη για κλέψιμο.
Κανιβαλισμένη: Μηχανή που έχει κακοποιηθεί αισθητικά και λειτουργικά. Ο κανιβαλισμός γίνεται λόγω έλλειψης χρημάτων (π.χ. βαμμένη με πινέλο, με παράταιρα εξαρτήματα επάνω της) και σκοπός είναι η διατήρηση της μηχανής στην ζωή πάση θυσία.
Χάρχαλο: Μικρού κυβισμού δίτροχο που κάνει υπερβολικό θόρυβο. Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και το «κουδουνίστρα».
Ρεϊσόνι: Μοτοσυκλέτα φτιαγμένη για αγώνες.
Καρσιλαμάς: Μειωτικός χαρακτηρισμός, που υποδηλώνει την έλλειψη σταθερότητας στην γρήγορη οδήγηση. Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται καρσιλαμάς, όταν η ατελής οδηγική συμπεριφορά προέρχεται από ελαστικότητες του πλαισίου της ή υπερβολικά ενδοτικές αναρτήσεις. Μια μηχανή «καρσιλαμάς» κάνει «ζεμπεκιές» στα πολλά και σου κόβει το αίμα.
Λαδιέρα: Δίχρονη μηχανή, αρρύθμιστη, που βγάζει ντουμάνια καπνού.
Καρέκλα: Μηχανή που μοιάζει με τσόπερ ή είναι φθηνή απομίμηση.
Ντιβανοκασέλα: Τσόπερ ή custom μηχανή. Επίσης χρησιμοποιείται και για μεγάλων διαστάσεων super - σκούτερ.
Σαύρα: Μηχανή συνήθως τσόπερ ή custom με μειωμένο ύψος αναρτήσεων, για αισθητικούς λόγους. Μια «σαύρα», «σέρνεται» στον δρόμο, όχι μόνο κυριολεκτικά λόγω ύψους αλλά και μεταφορικά επειδή ποτέ κανένας τσοπεράς δεν θέλησε ποτέ να οδηγήσει γρήγορα. Επίσης χρησιμοποιείται και το «ερπετό».
Ινδιάνικη: Μηχανή που της έχουν αφαιρεθεί τα «περιττά» αξεσουάρ, όπως καθρέφτες, φλας, πίσω φτερό. Συνήθως το ινδιάνικο μηχανάκι δεν έχει νούμερα και οδηγείται φυσικά από «Ινδιάνο».
Αστέρι: Μηχανή με άριστη ποιότητα κατασκευής, όμορφη εμφάνιση και με επιδόσεις.
Τζάμι ή Τζαμάουα: εξαιρετική κατάσταση μεταχειρισμένης μηχανής, κυρίως όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση.
Τζιτζί: Θαυμάσια συνολικά μοτοσυκλέτα. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Σαλονικιούς καρντάσηδες.
Σφαίρα: Όταν η μηχανή πηγαίνει «σφαίρα», μιλάμε για κορυφαίες επιδόσεις. Τότε το «μηχανάκι σκοτώνει».
Τρένο: Το εξαιρετικό κράτημα κυρίως στις στροφές. Η μηχανή «τρένο» διαγράφει καμπές με υποδειγματική ακρίβεια. Συνήθης φράση: «Της πέταξα δύο λάστιχα και έγινε τρένο».
Γρόμπαλο: Μηχανή με μεγάλες εξωτερικές διαστάσεις και όγκο. Οι επιδόσεις της συνήθως δεν συμβαδίζουν με το μέγεθός της και τον χαρακτηρισμό αυτό κερδίζουν οι μεγάλες μοτοσυκλέτες τουρισμού με βαλίτσες και λοιπά αξεσουάρ. Κατά το «γρόμπαλο» έρχονται και τα «πολυθρόνα», «σαλοτραπεζαρία», «μπαούλο» και άλλα αυτοσχέδια.
Τα λαιμά: Οι σωλήνες του συστήματος εξαγωγής (εξάτμιση).