...τραγούδησαν κάποτε οι Queen.
....
Η αφορμή δόθηκε ξαφνικά. Χθες το απόγευμα έμαθα για μια εκδήλωση που θα έκαναν παλιοί συνάδελφοι. Στη Φρεαττύδα. Αναποφάσιστος... Ήθελα να τους δω, ήθελα να δω παλιούς φίλους, ανθρώπους που γνώρισα σε μια δουλειά στην οποία περνάγαμε όλοι πολύ όμορφα, να ξαναδώ "ιστορίες" παλιές, "εκκρεμότητες", να θυμηθώ...να νιώσω ξανά...
Αναποφάσιστος μέχρι το βράδυ. Ήταν και η βροχή που έπεφτε και θα με "υποχρέωνε" να πάρω αυτοκίνητο... με χάλαγε.
Κατα τις 9 είχε ξαστερώσει. Τηλέφωνο στον - συμφορουμίτη και πρώην συνάδελφο - Γιώργο. " - Πάμε;" " - Φύγαμε!"
Ραντεβού 10:30 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Βγαίνω στο ποτάμι. Θες οτι είναι καθημερινή, θες οτι έβρεχε πριν, είναι ψιλοάδειο. Ευκαιρία να "ανοίξω" λίγο το γκάζι να δουλέψει κι ο φουκαράς ο κύλινδρος σε ιδανικές συνθήκες... τον έχει φάει το Γαλάτσι-Μαβίλη κάθε μέρα, πρώτη-δευτέρα-τρίτη.
Φτάνω περίπου στις 10:20, παρκάρω...Άραγμα, αναμονή, ματιές σε δύο κορίτσια που ξεκουράζονται και τα λένε στα σκαλιά της εισόδου. Στρίβω τσιγάρο, πάει χαμένο γιατί έρχεται ο Γιώργος και ξεκινάμε. Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, πάντα μια όμορφη βόλτα. Φτάνουμε. Όλος ο καλός κόσμος εκεί. Λίγοι πλέον βέβαια - που οι εποχές που μαζεόμαστε 200-300 άτομα. Χωρίσαν οι δρόμοι μας, μεγαλώσαμε, υπάρχουν οικογένειες, παιδιά (...για τους άλλους λέω). Κάνουμε "είσοδο" σαν βουλευτές σε πίττες εξωραϊστικών συλλόγων, μοιράζουμε χειραψίες, αγκαλιές, φιλιά. Τι διάολο πρόεδροι ήμαστε κάποτε.
Γρήγορα στο κέφι, ερωτήσεις "τι κάνεις;", "που είσαι τώρα;", "παντρεύτηκες;" (κρυφές γυναικείες ματιές στον δεξί παράμεσο). Βλέμματα από τα απέναντι τραπέζια, ναζιάρικα παράπονα "ούτε ένα τηλέφωνο δε μας παίρνεις παλιόπαιδο". Άμεσο πισωγύρισμα στο χρόνο, "σαν να μην πέρασε μια μέρα". Καινούριος κόσμος κι όμως έχουν δέσει τρομερά με τους παλιούς, όπως γινόταν πάντα σ' αυτήν την παρέα. Ρέει ο άκραττος οίνος. Νέες "συνδέσεις" και παλιές "επανασυνδέσεις". Αναπάντητες κλήσεις για ανταλλαγή των - καινούριων - αριθμών, "μη χαθείς πάλι!". Το μαγαζί γίνεται τρελοκομείο, όπως πρέπει. Καθαρίζουν τα τραπέζια, βγαίνουν τα ντέφια, "σήκω χόρεψε κουκλί μου..." Κι όμως, μέσα σ' ολο τον πανικό, κάτι δεν παει καλά. Κάτι λείπει. Κοιτάω τον Γιώργο. "Μελαγχόλησα", λέει. Έχει δίκιο. Δεν είναι τα παλιά... είναι ωραία αλλά απλά μας θυμίζει τη χαρισάμενη εποχή που λέει ο Αθανασιάδης. Τουλάχιστον τη ζήσαμε.
Η ώρα πήγε δύο. Κι όμως είμαι ακόμα εδώ... Κάποια στιγμή αποφασίζω να φύγω. Χαιρετάω τους "παραμένοντες" και βγαίνω στην πειραιώτικη νύχτα. Με το που ξεκινάω, απότομη αλλαγή δρομολογίου, κατεβαίνω στη Μαρίνα. Πάω προς την προκυμαία. Η μισή έχει κλείσει λόγω των περσινών ζημιών. Επιστροφή. Στη έξοδο σταματάω. Για το μέσα λιμάνι έχει μπάρα. Όπως Ευρώπη... Πού οι παλιές εποχές που ερχόταν όποιος ήθελε, ζευγαράκια κατέβαιναν βόλτα "να δούνε τα κότερα", παιδιά με ΧΤ και - πάντα - ξεκράνωτα να σουζάρουν δίπλα στον Ολυμπιακό και στον Όμιλο Ερετών. Με πιάνει μια διάθεση να ξαναδώ τα παλιά λημέρια. Πιάνω κουβέντα με τους σεκιουριτάδες. Με αφήνουν, μου λένε οτι θα κάνουν κι αυτοί τη βόλτα τώρα. Μπαίνω, είναι περίεργο, τόσα χρόνια πέρασα εδώ κι όμως πρώτη φορά πάω με μηχανή. Οι πρύμνες των σκαφών με χαιρετάνε, πολλά καινούρια ονόματα, πολλά γνώριμα... και πολλά που λείπουν. Λήθη, Δόξα, 'Αρβη, Compira Sama, Golden Arrow, Στροβιλη, Λητώ, Πανορμίτης... Και στο βάθος του μυαλού πάντα το οικείο, το "σπίτι" μου, το "Ανδρομέδα", το "πειρατικό" που έλεγαν όλοι.
Θυμάμαι...
Ατελείωτες ποδηλατάδες, σουβλάκια στην Τιμονιέρα και παγωτά στου Παπασπύρου, όταν ακόμα είχε τέντες. Όταν ο Μαρινόπουλος ήταν το σινεμά Σπλεντιτ. Πριν γίνει πεζόδρομος η Σωτήρος Διός. Κόμπος στο λαιμό. Δεν μπορώ να μείνω άλλο... Χαιρετώ τα παιδιά και γυρνάω. Ανεβαίνω απο την Καστέλα. Στο ανοιχτό κράνος μου έρχεται η νοτισμένη και αρμυρή μπουκαδούρα, οι γνώριμες μυρωδιές, οι συνειρμοί.
Χωρίς να το καταλάβω είμαι στο ποτάμι. 110-120 χλμ. Καλά είναι. Στο Allou "τρώω τσάι" από ένα παπί-κάτι-τέτοιο-που-του-τα-εχουν-βγάλει-όλα, που πηγαίνει χωρίς αύριο. Φτάνω στη διασταύρωση για Γαλάτσι. Δε μου πάει να γυρίσω ακόμα. Συνεχίζω μέχρι την Αττική Οδό. Ούτε στην Κύμης στρίβω, βγαίνω Κηφισίας, Σπύρου Λούη. Βεΐκου και απο αριστερά και δεξιά με προσπερνάνε σαν τρελά μερικά "καραφτιαγμένα" με τα αυτοκόλλητα στις πόρτες και τα προβόλια ομίχλης ανοιχτά. Ο έλληνας οδηγός. Τα ανάβει το βράδυ αλλα έχει τα φώτα σβηστά όταν βρέχει.
Είναι τρεις και, όταν μπαίνω σπίτι. Περίεργη βόλτα. Ασήμαντη χιλιομετρικά, ψυχικά όμως...
ο ύπνος θα αργήσει να έρθει.