Ο διχρονος ηχος, που ξεσηκωνε κ ταραζε τα ησυχα καλοκαιρινα μεσημερια μας ηταν πολυ γνωστος. Ηταν κοινο μυστικο αναμεσα σε ολα τα παιδια οτι ο Παναγιωτης είχε πάρει πάλι το ΜΖ του πατέρα του την ωρα που κοιμοταν. Την ιδια ωρα περιπου ολοι γονεις κοιμουνται, αποκαμωμενοι απο τη ζεστη, την κουραση ή απλα απολαμβανοντας την ηρεμια των διακοπων. Επίσης την ιδια ωρα, ολα τα παιδια, προσπαθουν να βρουν τον καλυτερο τροπο αποδρασης απο το βαρετο κρεβατι, το πνιγηρο δωματιο, την παγιδα του επιβεβλημενου υπνου. Το παλιο κρεβατι τριζει λιγακι, οι γονεις γυρνανε λιγο στον υπνο τους, η ανασα κοβεται, τα πεδιλα στο χερι κ αλλη μια αποδραση εχει στεφτει με επιτυχια. Η ανακουφιστικη αισθηση του βρεμενου τσιμεντου στην αυλη που η μανα εχει καταβρεξει για να δροσισει το μεσημερι κ εξω απο την πορτα ο Γιαννης ο οποιος ειχε κανει την αποδραση τεχνη κ παντα ηταν ο πρωτος που ερχοταν να με παρει για να βρουμε τους υπολοιπους.
Μεσα σε λιγα λεπτα ειχαμε ολοι μαζευτει κ τρεχαμε στην πισω μερια του χωριου, εκει που η ατελειωτη αμμος, μεσα στην οποια ηταν χωμενο ολο το χωριο, ειχε δημιουργησει αμμολοφους οι οποιοι κατεληγαν στην παραλια. Εκει μερικες φορες βρισκαμε κ τον Παναγιωτη, να προσπαθει να κανει το ΜΖ του πατερα του να απογειωθει απο τον αμμολοφο. Επαιρνε φορα απο την μερια που ηταν τα σχοινα κ τα καλαμια κ τη αμμος ηταν λιγο πιο σκληρη κ προσπαθουσε να ανεβει με φορα για να κανει αλμα. Στους υπόλοιπους αμμολοφους τα ειχε καταφερει, ηταν πιο μικροι αλλωστε. Εκεινος ομως, “Το Τερας” οπως τον λεγαμε, του αντιστεκοταν. Θες γιατι ηταν μεγαλος, θες γιατι ηταν αποτομος, θες γιατι η αμμος του ηταν πολυ μαλακη, θες γιατι το μεγεθος του κ ο θρυλος που τον ειχε ζωσει τον ειχαν κανει φοβητρο, ποτε δεν ειχε καταφερει να ανεβει, ποσο μαλλον να κανει κ αλμα. Παντα καπου στα μισα της διαδρομης, το ΜΖ δεν τα καταφερνε κ ξαπλωνε κ μαζι του κ ο Παναγιωτης κ μαζι του κ οι ελπιδες μας. Κ ξανα κ ξανα κ ξανα μεχρι που εφτανε η ωρα που ξυπναγε ο πατερας του για να ανοιξει το καφενειο. Εκει κ αυτος, να σερβιρει καφεδες κ υποβρυχια με τα μαγουλα κατακοκκινα απο τα χαστουκια του πατερα του, ο οποιος παντα ξυπναγε λιγο πριν μπει στην αυλη νικημενο το ηρωικο ΜΖ.
Ο θρυλος λεει οτι μια φορα τα καταφερε, ανεβηκε “Το Τερας” κ μαλιστα ειχε αρκετη δυναμη για να σηκωσει εστω κ για μερικα εκατοστα κ τις 2 ροδες του πριν πεσει απο την αλλη μερια. Ο μοναδικος ισχυριζοταν οτι το ειχε δει ηταν ο “πεταλουδας” της παρεας, ο οποιος ορκιζοταν με το σθενος κ την αποφασιστικοτητα της ηλικιας μας, οτι δεν ελεγε ψεματα.
Να σας εξομολογηθω κατι; Δεν με ενοιαζε. Φυσικα ηθελα να τα καταφερει, αλα δεν με ενοιαζε. Ζουσα μονο για τις στιγμες εκει κατω απο το “Το Τερας” που εβλεπα το μηχανακι να γλυστραει στην αμμο, εβλεπα τα ματια του Παναγιωτη να γυαλιζουν κοιτωντας κατι που εκανα πολλα χρονια να δω κ εγω. Ζουσα για τις στιγμες που ξαπλωμενος στο κρεβατι-φυλακη, ακουγα το διχρονο κινητηρα να κατεβαινει προς τους αμμολοφους κ εγω ημουν ακομα εκει, παγιδευμενος στο ασταθες ροχαλητο του πατερα μου, ζουσα για τις στιγμες που εφτιαχνα στην παραλια αντιγραφα του Τερατος, κ προσπαθουσα να φανταστω πως ειναι να το ανεβαινεις με μια γκαζια, πως ειναι να φτανεις στην κορυφη του κ να καταφερνεις να πηδησεις απο πανω του. Να προσπαθεις ξανα κ ξανα κ ξανα, μεχρι που ολο σου το σωμα να μην εχει πια αχτυπητο μερος. Να προσπαθεις, ξεροντας οτι αν δοκιμασεις μερικες φορες ακομα, θα προλαβει να ξυπνησει ο πατερας
Τελικα μαλλον ο Γιαννης ειχε δικιο.. ενα βραδυ μετα απο λιγο καιρο, ειδα τον Παναγιωτη να κλεινει συνομωτικα το ματι, στον Κο Γιωργο, ο οποιος ηταν κ ο μοναδικος μεγαλος που τον υποστηριζε. Μετανάστης κατοικος Γερμανιας, με μια υπεροχα διατηρημενη πολεμικη BMW, την οποια χαζευαμε να γυαλιζει στον απογευματινο ηλιο. Οταν την εβγαζε βολτα, φορωντας τα πολεμικα γυαλια κ το δερματινο κρανος, οι γριες κρυβονταν πισω απο σφαλιστα παραθυρα κ οι γεροι του χωριου μουρμουριζαν αναθεματισμους πισω απο τα δοντια τους. Ο κος Γιωργος γελουσε κατω απο το λεπτο του μουστακι κ μερικες φορες την εδινε στον Παναγιωτη για να του δειξει πατηματα, θεση σωματος κ για να του κρατησει το μερακι ζωντανο. Στα 11χρονα ματια μας ο κος Γιωργος ο Μεταναστης ειχε αποκτησει μια εξωπραγματικη αυρα, ηταν στην ιδια σφαιρα σεβασμου κ δεους με τον Παπα Αριστειδη, οι δυνατες κ παντα απολυτα δικαιολογημενες φωνες του οποιου μας εμαθαν το σεβας.