ΜΠΗΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΝΤΕΣ - ΒΓΗΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΖΑΝΤΕΣ
Αναδημοσίευση post από το Message Board του MOTO, που βρήκα ενδιαφέρον και
σας παραθέτω
Γνωρίζετε πόσες λέξεις – κλειδιά (στην αργκό) έχουν καθιερωθεί σαν κώδικας
επικοινωνίας για την μοτοσυκλέτα, τον τρόπο οδήγησης και τους οδηγούς.
Πολλές φορές χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις, ασυνείδητα, και ξέρουμε πως ο
συνομιλητής μας, μας καταλαβαίνει απόλυτα (αν είναι οδηγός δικύκλου). Λέξεις
περίεργες, άγνωστες και σημαδιακές, που έχουν όμως απόλυτη βάση στην
κουβέντα των μοτοσυκλετιστών.
Μία μελέτη του Γιάννη Ντρενογιάννη στο «Auto ΝΕΑ» το Φεβρουάριο του 1999 μας
δείχνει πόσες πολλές είναι.
ΑΝΑΒΑΤΗΣ.
Ινδιάνος: Αναφέρεται σε ριψοκίνδυνο μοτοσυκλετιστή που αψηφά τον κίνδυνο ή
έχει παντελή αδυναμία να καταλάβει ότι ο τρόπος που οδηγεί μπορεί να έχει
επώδυνα αποτελέσματα. Οι ινδιάνοι συνήθως πηγαίνουν «τάπα» ή «χωρίς αύριο».
Καρεκλάς: Άλλο χαρλεάς, άλλο καρεκλάς. Μπορεί και οι δύο να οδηγούν
μοτοσυκλέτες κλάστομ ή τσόπερ αλλά ο καρεκλάς δεν έχει το «αυθεντικό».
Δημοφιλής μοτοσυκλέτα για καρεκλάδες (καμία σχέση με αυτούς που άκουγαν
disco το ’70) είναι η Yamaha Virago.
Βρόντακας: Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για ανβάτη που πέφτει συνεχώς, λόγω
μειωμένων οδηγικών ικανοτήτων. Για ένα βρόντακα η πτώση είναι κομμάτι της
καθημερινότητας. Συνήθως τρώει εξευτελιστικές «χύμες» με λίγα χιλιόμετρα με
ελαφρούς τραυματισμούς. Σύντομα αγοράζει αυτοκίνητο και διηγείται «ηρωικά»
κατορθώματα.
Σιδεροφάγος: Σπάνιοι αναβάτες που προκαλούν μεγάλες βλάβες ακόμα και σε
μηχανές με υποδειγματική αξιοπιστία. Κανείς δεν καταλαβαίνει πως μπορεί να
προξενεί τέτοια καταστροφή, ούτε βέβαια και ο ίδιος.
Νεκρόφιλος: Αναφέρεται σε αναβάτες προσκολλημένους σε κλασσικές παλαιές
μηχανές. Ο «νεκρόφιλος» έχει μία ή περισσότερες μηχανές της δεκαετίας το ’60
ή παλαιότερες. Ποτέ δεν οδηγεί γρήγορα, όχι λόγω περιορισμού από τις
επιδόσεις της μοτοσυκλέτας του, αλλά τέτοια είναι η ψυχοσύνθεσή του.
Κότα: Μειωτικός χαρακτηρισμός σε φοβισμένο αναβάτη ο οποίος παρότι έχει
γρήγορη μοτοσυκλέτα, την οδηγεί αργά, προσεκτικά και βαρετά. Ένας αναβάτης
«κότα» δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν γνήσιος μοτοσυκλετιστής αφού χρησιμοποιεί
τα δίτροχα για μετακίνηση και φιγούρα, στερείται πάθους για αυτά και δεν
είναι μυημένος στην κουλτούρα του «μηχανόβιου». Ενίοτε ο χαρακτηρισμός
«κότα» συνοδεύεται από τον επιθετικό προσδιορισμό «λειράτη».
Φλώρος: Αναβάτης μοτοσυκλέτας με προσεγμένη εμφάνιση και γεμάτος πορτοφόλι.
Οδηγεί καλές και γρήγορες μοτοσυκλέτες μόνο που είναι αργός και
βαρετός.Παλιότερα οι «φλώροι» δεν ήταν απαραίτητα ευκατάστατοι, αλλά στις
ημέρες μας αυτό ισχύει.
Τυρί: Προσπαθεί να το παίξει «κυριλέ», ντύνεται προσεγμένα, αλλά δεν είναι
«φλώρος». Δεν είναι απαραίτητα γρήγορος οδηγός, αλλά κάνει τον σπουδαίο.
Κουλός: Πλήρως αρτιμελής αναβάτης ο οποίος όμως αδυνατεί να οδηγήσει γρήγορα
την μοτοσυκλέτα του. Ένας «κουλός» ή «κουλάντζα» ξεχωρίζει από μακριά από
τις νευρικές κινήσεις που κάνει στην οδήγηση, από το σφίξιμο στις εκφράσεις
και στο σώμα. Οδηγεί συνήθως κορδωμένος και όρθιος σε μία απελπισμένη
προσπάθεια να ελέγξει τον φόβο του.
Εντουράς: Αναβάτης του βουνού και της στάνης. Αναζητά την περιπέτεια έξω από
τους ασφάλτινους δρόμους και καυχιέται τις ηρωικές διαδρομές που έχει κάνει.
Το λασπωμένο μηχανάκι αποτελεί τιμητική διάκριση για την προσπάθεια. Οι
«εντουράδες» του Σαββατοκύριακου συνήθως συχνάζουν σε καφετέριες και
ταβέρνες των περιοχών γύρω από την πόλη.
Στριτάς: Διαθέτει μοτοσυκλέτα δρόμου και κινείται αναλόγως.
Τσοπεράς ή biker: Συνομοταξία μοτοσυκλετιστών που οδηγούν κάστομ ή τσόπερ
από πεποίθηση, υιοθετώντας το ανάλογο στυλακί και προσπαθώντας να το ανάγουν
σε τρόπο ζωής.
Ζητάς: Όργανο της Τάξης, αναβάτης της Τροχαίας και μάλιστα της ομάδας Ζ. Το
«Ζητάς» βγαίνει και από το ότι σου ζητά συνήθως άδεια, δίπλωμα και ότι άλλο
έχει υπ’ όψιν του.