Παίζουν κλεφτοπόλεμο με την αστυνομία και λένε ότι δεν είναι ρατσιστές γιατί «κάνουν παρέα και με Αλβανούς»
Πάρα πολλοί μαθητές στην Αμάρυνθο κυκλοφορούν με σκούτερ. Κάποιοι μένουν στα γύρω χωριά και το λεωφορείο δεν τους κάνει για μεταφορικό μέσο. Οι εξατμίσεις είναι «πειραγμένες», κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο. Πλησιάζω μια εποχούμενη παρέα. «Τα παίρνουμε 50άρια και τα αλλάζουμε. Βάζουμε 150άρη κινητήρα, εξατμίσεις, όλα». «Λεφτά πού βρίσκετε;» ζητώ να μάθω. «Από το χαρτζιλίκι μας, δουλεύουμε κιόλας». Αρκετά παιδιά τα Σαββατοκύριακα και το καλοκαίρι δουλεύουν σερβιτόροι στις ψαροταβέρνες και στις καφετέριες της περιοχής. «Αδεια κυκλοφορίας;». «Ο μπαμπάς, όπως και την ασφάλεια. Εμείς απλώς οδηγούμε. Οπως βλέπετε, κανένα πρόβλημα». Το τοπικό αστυνομικό τμήμα όμως έχει μεγάλο πρόβλημα, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. «Κάνουμε συνέχεια ελέγχους, καταγράφουμε τις παραβάσεις, γιατί τα μηχανάκια τα οδηγούν παράνομα οι ανήλικοι, και υποβάλλουμε μηνύσεις γιατί πρόκειται για πλημμέλημα» μας ενημερώνει αστυνομικός της Αμαρύνθου - ίσως ο μόνος δικαιολογημένος για την ανωνυμία που ζητεί. «Ωσπου να δικαστεί η υπόθεση περνούν 2-3 χρόνια, τα παιδιά βγάζουν δίπλωμα και αθωώνονται. Τι να κάνει η αστυνομία όταν οι γονείς συμφωνούν με αυτό και οι καθηγητές δεν αντιδρούν όταν βλέπουν τόσα μηχανάκια παρκαρισμένα έξω από το σχολείο;» αναρωτιέται. Το παιδί του συγκεκριμένου αστυνομικού φοιτά στο Γυμνάσιο Αμαρύνθου. «Μου ζήτησε μηχανάκι, αλλά του ξεκαθάρισα ότι τέτοιο πράγμα δεν πρόκειται να δει αν δεν φτάσει σε ηλικία που να είναι ώριμο για να το οδηγήσε» λέει.
Τα παιδιά δεν χρησιμοποιούν τα σκουτεράκια μόνο για τις μετακινήσεις τους προς και από το σχολείο. «Εγώ ήμουν "κολλητός" με ένα από τα παιδιά που κατηγορούνται, τον γιο του θεολόγου. Και με τους άλλους μια παρέα είμαστε, έχουμε όλοι μηχανάκια και είμαστε σε κόντρα με την αστυνομία» λέει με περηφάνια ένας ξανθομάλλης συμπαθητικός νεαρός. «Από τον Απρίλιο και μετά, έρχονται εκδρομές πολλά σχολεία στη Χαλκίδα και στην Ερέτρια. Το σκάγαμε τις τρεις τελευταίες ώρες, πηγαίναμε εκεί με τα μηχανάκια, περνάγαμε ανάμεσα από τα κορίτσια και χουφτώναμε. Πάντως, να ξέρεις, οι πιο εύκολες γυναίκες είναι οι Γαλλίδες. Σου μιλάω εκ πείρας...» τις τελευταίες λέξεις τις τονίζει μία μία. «Είμαι δυνατός στα φιλολογικά, έτσι;» ρωτά αυτάρεσκα. Ο γιος του θεολόγου ανήκει στους μάγκες τους χωριού. «Το παιδί έκανε την επανάστασή του. Οι αδελφές του, έχει τρεις, είναι ήσυχες, η μάνα του είναι καθηγήτρια και κάνει μάθημα στο κατηχητικό. Γυναίκα της εκκλησίας, όπως στο λέω. Μόνο αυτός βγήκε ζωηρός. Να σκεφτείτε ότι στο σπίτι τους δεν έχουν ούτε τηλεόραση. Το μηχανάκι δούλεψε και το πήρε» με ενημερώνουν. Τα παιδιά ξέρουν να διαχειρίζονται αξιοζήλευτα την εικόνα τους. «Οχι φωτογραφίες, είμαστε ανήλικοι». «Ονόματα δεν λέμε, να είμαστε ξηγημένοι...». «Μήπως έχεις τίποτα κρυφές κάμερες στην τσάντα σου; Μήπως μαγνητοφωνείς;». Τα λόγια τους προσπαθούν να τα φιλτράρουν, εκτός από αυτά που θεωρούν φυσιολογικά και δεν ντρέπονται να τα πουν. «Εμείς εδώ δεν είμαστε ρατσιστές. Κάνουμε παρέα και με τους Αλβανούς και με τους Βούλγαρους και με τους Ρουμάνους. Εχουμε όμως και το ρητό: "Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ". Αλλο η παρέα, άλλο να τους κάνουμε Ελληνες...».
(εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ)