ελπιζω να μη βαριεστε να διαβασετε ενα μεγαλο ποστ κ να μου πειτε τι σας αρεσε κ φυσικα τι ΔΕΝ σας αρεσε!!
To μυαλό της δε σταματούσε να γεννά αλλόκοτες φαντασιώσεις, οι περισσότερες από αυτές εξελίσσονταν σε τρομερές έμμονες. Υπήρχαν στιγμές που δε μπορούσε να ελέγξει την φαντασία της η οποία οργίαζε αυθαίρετα μέσα στο κεφάλι της. Κάποιες από τις φοβίες ήταν ότι θα μικραίνει τόσο, που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τις κατσαρίδες ή ότι θα την ρουφούσε το σφουγγάρι κάποια μέρα που θα κάνε μπάνιο κ δε θα μπορούσε να βγει από το δαιδαλώδες αυτό τέρας, τελευταία είχε ψύχωση με του καθρέπτες, φοβόταν ότι θα την ρουφούσε κάποιος κ θα την εγκλώβιζε σε’να γυάλινο παραμύθι, όπως μαγικά είχε προβλέψει ο carol Lewis. Την τρόμαζε αυτή η φανταστική πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από το κρυστάλλινο πέπλο του. Κυρίως φοβόταν τα μικρά καθρεπτακια του μακιγιάζ κ γενικότερα όλους όσους είχαν μικρότερο μέγεθος από το μέγεθος του κεφαλιού της. Φανταζόταν πως θα ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό να την ρουφήξει κάποιος καθρέπτης κ να σκαλώσει το κεφάλι της από την έξω πλευρά. Όχι! Ούτε να το σκέφτεται δεν αντέχει γιατί την πιάνουν εκείνες οι καταραμένες ημικρανίες, που πιέζουν τους πίσω λοβούς του εγκέφαλου της. Όταν περπατούσε δίπλα από τις σκοτεινές βιτρίνες των καταστημάτων που αντανακλάνε τους περαστικούς σαν καλογυαλισμένοι καθρέπτες, αμέσως έπιανε την άκρη του πεζοδρομίου κ περπατούσε ακροβατώντας στο χείλος του κράσπεδου.
Κρατούσε τα κλειδιά στα χέρια της όσο ανέβαινε τις σκάλες. Μόλις έφτασε στον όροφο της, είδε έναν παρατημένο καθρέπτη έξω από τη πόρτα του διπλανού διαμερίσματος, που μέχρι τώρα έμενε άδειο ”Μάλλον θα νοικιάστηκε” σκέφτηκε τη στιγμή που έσκυβε να πάρει τα κλειδιά της, που είχαν βρεθεί στο πάτωμα μόλις αντίκρισε το θέαμα, ”Καλή αρχή κάναμε” σιγοψιθύρισε κ άνοιξε γρήγορα τη πόρτα.
Δεν άργησε να έρθει.
Το ένιωσε ξανά.
Ήταν σαν να εξαφανίστηκαν οι κρόταφοί της για μια στιγμή κ να ξεπήδησε από μέσα μια δύνη ρουφώντας οποίο ίχνος φαντασίας πλανώταν στον αέρα, δεν ήξερε εάν έκλεβε την φαντασία από την γύρο περιοχή ή το μυαλό της παρήγαγε τόση φαντασία που ήταν αδύνατο να χωρέσει στο κρανίο της κ πίεζε με δύναμη ότι υπήρχε εκεί μέσα. Αυτή η τρομακτική πίεση είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυο αιμάτινα αυλακιά από τα αυτιά της σαν να ήταν ο μόνος δρόμος διαφυγής της συμπιεσμένης ενέργειας. Ήταν το τελευταίο πράμα που ένιωσε πριν παραδοθεί χωρίς όρους στην αχαλίνωτη φαντασία που είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά το μυαλό της. Έπειτα έπεσε λιπόθυμη.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, είχε ήδη σουρουπώσει. Πρώτη φορά κράτησε τόσο πολύ, είχε μάθει πλέον, πως να αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα κ μόλις ερχόταν το πρώτο κύμα έτρεχε στο κρεβάτι της κ περίμενε εκεί τις οποίες συνέπειες. Εξάλλου έτσι μεγάλωσε, είχε μάθει να ζει με αυτό, όπως μαθαίνει ένας διαβητικός να ζει με την ινσουλίνη του.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι κ πήγε στη κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ, έβαλε να παίζει το White Rabbit των Jefferson Airplane και κάθισε στο μπαλκονάκι της να απολαύσει το καφέ παρέα με ένα τσιγάρο. Πριν προλάβει να τελειώσει το τσιγάρο κ τη στιγμή που ακούγονταν οι στίχοι “feed your head , feed your head” ένιωσε την περίεργη δύναμη στο κεφάλι της. Ποτέ ξανά δε ήρθε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα η δεύτερη επίθεση, παρόλα αυτά δεν έδωσε κ μεγάλη σημασία.
Οι μέρες περνούσαν, η μυρωδιά όλο κ μεγάλωνε. Οι καινούργιοι γείτονες της Αλίκης που δεν την είχαν δει μέχρι τότε, σκέφτηκαν να καλέσουν την αστυνομία. Χτύπησαν το κουδούνι αλλά κανείς δεν απάντησε.
Ξαναχτύπησαν. Τίποτα.
Ο πιο γεροδεμένος αστυνομικός έκανε δυο βήματα πίσω κ με δύναμη έσπασε τη πόρτα, η μυρωδιά έγινε ακόμα πιο έντονη κ αποκρουστική με το άνοιγμα της. Από μέσα ακουγόταν ακόμα η φωνή της Grace να σου λέει ξανά κ ξανά “feed your head , feed your head”. Ο δεύτερος αστυνομικός έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη του σαν να κυνηγούσε τον άσπρο κούνελο κ με ένα στυλ παρόμοιο με τους ντετέκτιβ των ταινιών του Hollywood (που θαύμαζε από μικρός) σύρθηκε στο διαμέρισμα, ευτυχώς που ήταν ένα μικρό διαμέρισμα κ έτσι ο κύριος λαγωνικός γρήγορα βρήκε το μπάνιο, άλλωστε η μυρωδιά γινόταν εντονότερη έξω από τη μισόκλειστη πόρτα. Δεν άργησαν να πάρουν θέση μάχης για να ελέγξουν το μεγάλο μυστικό που έκρυβε αυτή η ταλαιπωρημένη πόρτα. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ο γεροδεμένος αστυνομικός άνοιξε την πόρτα, αλλά πριν προλάβει να κάνει ένα βήμα εμπρός, έκανε δυο πίσω παραπατώντας κ μη μπορώντας να αντέξει άλλο ξέρασε πάνω στα κρόσσια του χαλιού.
Η Αλίκη ήταν ξαπλωμένη σε μια θάλασσα από ρουμπινιά που λαμπίριζαν σαν αστερία στο ηλεκτρικό φως της λαμπάς. Ο μοναδικός καθρέπτης στο σπίτι της είχε γίνει κομματάκια. Κομματάκια καρφωμένα πάνω στο γυαλιστερό κορμί της. Σαν θανατερές νιφάδες χιονιού αντανακλούσαν το κόκκινο σε όλο το δωμάτιο, εκεί που έμελλε να ζωντανέψουν οι χειρότεροι εφιάλτες της. Ένα δωμάτιο τραγικής ομορφιάς, λεπτομέρεια ενός αναγεννησιακού πίνακα κάποιου ξεχασμένου ζωγράφου στις σκόνες της ιστορίας.
Πάνω στη ταραχή τους οι σαστισμένοι μπάτσοι δε μπόρεσαν να καταλάβουν ότι το αριστερό χέρι της ήταν ακρωτηριασμένο λίγο πάνω από τον αγκώνα κ το υπόλοιπο μέρος δε θα βρεθεί πουθενά, ίσως να το καταλάβει ο ιατροδικαστής που θα αναλάβει να κλείσει την υπόθεση κ θα προσπαθήσει να δώσει μια λογική εξήγηση στην αναφορά του. Κανείς όμως δε θα καταλάβει τι ακριβώς συνέβη σε αυτό το δωμάτιο όταν ακόμα, χτυπούσε η καρδιά της Αλίκης.
φανερα επηρεασμενος απο τον πιο ψυχεδελικο παραμυθα