Η χώρα του ΠΟΤΕ- Η χώρα του ΞΑΝΑ...

Εκεί που ο ήλιος έβρισκε το φεγγάρι, εκεί που το φως άγγιζε το σκοτάδι, δυο χώρες παράξενες και μαγικές όριζαν τα εδάφη τους.
Η χώρα του ΠΟΤΕ και η χώρα του ΞΑΝΑ.

Η χώρα του ΠΟΤΕ σκοτεινή, μουντή, άχρωμη, σιωπηλή.
Η χώρα του ΞΑΝΑ φωτεινή, χρωματιστή, γεμάτη μουσικές και ήχους.
Ένα ποτάμι κυλούσε τα νερά του με ορμή στο σημείο εκείνο του ορίζοντα και όριζε τα σύνορα από τις δυο χώρες.

Οι κάτοικοι του ΠΟΤΕ χλωμοί, σιωπηλοί, μελαγχολικοί έσερναν τα βήματά τους στις όχθες του ποταμού και δεν κοίταζαν ποτέ μακριά. Η ματιά τους κοντινή και σκοτεινή. Η μιλιά τους ψίθυρος έβγαινε μέσα από τα δόντια τους.
Οι κάτοικοι του ΞΑΝΑ γελαστοί και χαρούμενοι μίλαγαν δυνατά με φωνές τραγουδιστών, κοίταζαν μακριά, πέρα από την δική τους όχθη. Πολύχρωμοι σαν την γη που ζούσαν, κινιόντουσαν με κινήσεις χορευτικές και ανάλαφρες.

Η Στέλλα στην χώρα του ΞΑΝΑ, ανόμοια με τους συντοπίτες της, κινιόταν με ανάλαφρες κινήσεις, έφτανε μέχρι την όχθη του ποταμού και κοίταζε πέρα μακριά, την σκοτεινή πλευρά του ορίζοντα.
Το φως του φεγγαριού μέσα απ' τις κουρτίνες, χίλιες ασημένιες κορδέλες....
Κουράστηκα έλεγε η Στέλλα, όλα εδώ κινούνται γρήγορα και βιαστικά. Κουράστηκα με όλους αυτούς τους τρελούς που πάνε έτσι γρήγορα.
Ο Χρήστος στην άλλη μεριά του ποταμού, στην χώρα του ΠΟΤΕ, ξεχωριστός, παράταιρος με το σύνολο....ο τρελός του χωριού, έφτανε στην άκρη του ποταμού και κοίταζε πέρα στην άλλη όχθη.
Κοίταξε ίσια πέρα μακριά στο φως και στα χρώματα.

Μια νύχτα με πανσέληνο, η ματιά της Στέλλας βρήκε την ματιά του Χρήστου. Μαύρα κάρβουνα αναμμένα φλογίτσες. Πύρινες.
Απορία, δισταγμός, έκπληξη, απορία κι ύστερα χαμόγελα και μετά γέλια δυνατά. Το γέλιο του Χρήστου αντήχησε ως την πλατεία του χωριού. Πάλι ο τρελός ψυχανεμίστηκε, έλεγαν οι συγχωριανοί του.
Το γέλιο της Στέλλας ακουγόταν σαν θρήνος γοερός, γέλιο και κλάμα μαζί. Αχ Στέλλα, αχ μικρή κι αλλόκοτη Στέλλα είπε η μάνα της. Πάλι τα μπέρδεψες μαρή τρελή , εδώ δεν κλαίει κανείς, σε τούτο τον τόπο όλοι γελάμε. Και το καλό που σου θέλω γέλα κι εσύ πριν σε στείλουμε στην άλλη μεριά του ποταμού.

Απειλή!!! Η Στέλλα σαν άκουσε την απειλή της μάνας της άρχισε ένα μακρόσυρτο αμανέ. Κλαίω! φώναζε δυνατά...
Αμάν Αμάν κλαίω! Ο αμανές έγινε μοιρολόι και η Στέλλα μπέρδευε το γέλιο με το κλάμα. Δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια της, μικρά ασημένια διαμαντάκια.
Αμάν κλαίω! Και δεν ντρέπομαι που κλαίω... Είμαι άνθρωπος και ξέρω και να κλαίω όπως ξέρω και να γελώ.
ΑΜΑΝ ΑΜΑΝ ΚΛΑΙΩ έλεγε δυνατά, όλο και πιο δυνατά και προκαλούσε την τιμωρία της.
Ο Χρήστος από την άλλη μεριά του ποταμού στην χώρα του ΠΟΤΕ έστηνε αφτί στο σκοτάδι. Μια κοίταζε το φεγγάρι εκεί ψηλά και μια έλεγε...για σένα θα φτάσω...για σένα θα φτάσω. Παραμίλαγε φωναχτά και γέλαγε δυνατά.
"Πάψε ρε! Πάψε να φωνάζεις, σταμάτα να γελάς. Εδώ το γέλιο δεν έχει θέση, εδώ η φωνή σου δεν χωρά.
Πάψε γιατί θα σε στείλουμε απέναντι, στην άλλη μεριά του ποταμού" του έλεγαν οι συντοπίτες του.

Απειλή!!! Ο Χρήστος σαν άκουσε την απειλή των δικών του ξέσπασε σε γέλιο δυνατό που έβγαινε μέσα από τα σωθικά του.
Το φεγγάρι εκεί μέσα, στα νερά του ποταμού μέθαγε τον αλλοπαρμένο Χρήστο.
Θα σε πιάσω τα' ακούς? Εσένα θα σε πιάσω!!!
Αμάν Αμάν κλαίω! Μ ακούτε που κλαίω!!!

Τα νερά του ποταμού δέχτηκαν την Στέλλα απ' την μια και τον Χρήστο απ' την άλλη.
Το ποτάμι έγινε το καταφύγιο της αλλοκοτιάς τους, το σημείο της τιμωρίας τους.
Ο ποταμός έγινε το απόλυτο σπίτι τους, ο ξενώνας της παραφροσύνης τους. Εκεί η Στέλλα έκλαιγε με πάθος και πόνο και ο Χρήστος γέλαγε από καρδιάς καθώς κυνηγούσε το φεγγάρι...αυτό το δεύτερο φεγγάρι που κολυμπούσε στα νερά του ποταμού.

Το άλλο πρωί, το άψυχο κορμί της Στέλλας βρέθηκε ξανά στην χώρα του ΠΟΤΕ και το κουφάρι του Χρήστου στην χώρα του ΞΑΝΑ.
Οι ψυχές τους αγκαλιασμένες πορεύονταν εκεί ψηλά, κρεμασμένες σε δυο ασημένιες κορδέλες... Αχτίνες του φεγγαριού.
Καληνύχτα ΠΟΤΕ
Καλημέρα ΞΑΝΑ
Καλημέρα....Καληνύχτα
ΠΟΤΕ...ΞΑΝΑ
ΞΑΝΑ...ΠΟΤΕ

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!!!