Προβολή αποτελεσμάτων 1 έως 8 από 8

Θέμα: "Η μοτοσυκλέτα, ο μοτοσυκλετιστής και το ταξίδι τους".

  1. #1

    "Η μοτοσυκλέτα, ο μοτοσυκλετιστής και το ταξίδι τους".

    - Ειιι, παλικάρι, τα φώτα σου καίνε, του φώναξε ένας μπάρμπας πάνω σ' ένα ποδήλατο, φορτωμένο με σακούλες γεμάτες ζαρζαβατικά.
    - Να 'σαι καλά, του ανταπάντησε χαμογελώντας και σήκωσε το χέρι του να τον χαιρετήσει.
    Κοίταγε μπροστά του και είχε μισόκλειστα τα μάτια, γιατί ο αέρας ήταν γεμάτος μυγάκια που τον ενοχλούσαν. Έδωσε λίγο παραπάνω γκάζι και τα 1100 κυβικά της Shadow βρόντηξαν στον απογευματινό ορίζοντα.
    Ήταν περιτριγυρισμένος από καλαμποκιές ολοπράσινες γεμάτες καρπούς τυλιγμένους στα φύλλα τους. Έκοβε βόλτες με τη μοτοσυκλέτα του εδώ και λίγα λεπτά, σ' ένα δρόμο στις παρυφές της πόλης.
    Ήταν φιδωτός και συνέδεε δυο περιοχές της Δράμας. Το Σπαρτάκο και τον Αρκαδικό. Πήγαινε συχνά εκεί το σούρουπο, μόλις τέλειωνε από τη δουλειά.
    Είναι μια ωραία διαδρομή, ανάμεσα σε χωράφια με καλαμπόκια και τεράστια δέντρα πλατύφυλλα, δίπλα στο ποτάμι που βγαίνει από την Αγία Βαρβάρα.
    Είναι δροσερά στην περιοχή το καλοκαίρι, αλλά βρωμάει τόσο πολύ, που είναι να πιάνεις τη μύτη σου.
    Η ζέστη αφόρητη και ο ιδρώτας να στάζει ακόμα κι όταν κάθεσαι ακίνητος όπως οι σαύρες και τα φίδια.
    Τέτοιες ώρες, λίγο πριν ο ήλιος χαθεί εντελώς πίσω από το Μενοίκιο όρος, είναι ωραία να κυκλοφορείς με τη μοτοσυκλέτα σου και να κάνεις βόλτες.
    Αυτό έκανε κι ο Φάνης σχεδόν κάθε βράδυ.
    Όταν δεν είχε ν' ασχοληθεί με δουλειές, έπαιρνε τη Shadow, άναβε τα 1100 κυβικά της κι αργά την άφηνε να κυλήσει στην άσφαλτο.
    Δεν ήταν απ' αυτούς που γκάζωναν μες στην πόλη.
    Ο θόρυβος που έβγαζαν οι διπλές εξατμίσεις ξεσήκωνε τον κόσμο, κι αν έδινε λίγο παραπάνω γκάζι, βάραγαν κάτι λεπτεπίλεπτοι συναγερμοί από τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά στους στενούς δρόμους.
    Αν ήθελε να γκαζωθεί και να χαθεί στον αέρα, έβγαινε από την πόλη και έτρωγε τα χιλιόμετρα.
    Κι αν καμιά φορά το βράδυ του 'ρχονταν να δει το φεγγάρι, ανέβαινε στον Κορύλοβο, πήγαινε κάπου σκοτεινά και κάθονταν εκεί με τις ώρες, να χαζεύει τα φώτα κάτω στον κάμπο της Δράμας, με τα χωριά της και τους δρόμους της.
    Αυτό το καλοκαίρι έχει πολλά φίδια στους δρόμους, σκέφτονταν. Πολλά περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά, καθώς μόλις απέφυγε ένα που σέρνονταν πάνω στη ζεστή άσφαλτο.
    Βγήκε ακριβώς στα φανάρια κάτω από τη νομαρχία και ετοιμαζόταν να γυρίσει πίσω, όταν χτύπησε το κινητό του.
    Το νούμερο της Αλεξάνδρας φώτισε την οθόνη του τηλεφώνου και απάντησε.
    - Έλα μωρό μου!
    - Καλησπέρα, είπε η Αλεξάνδρα από την άλλη άκρη. Πώς είσαι;
    - Ωραία! Που βρίσκεσαι; Θεσσαλονίκη;
    - Ναι. Τι κάνεις;
    - Βόλτες, με τη μηχανή! Ξέρεις. Εσύ.
    - Δεν είμαι καλά.
    Ακολούθησε σιωπή, τόσο που ο Φάνης ανησύχησε.
    - Αλεξάνδρα.
    - Εδώ είμαι!
    - Τι τρέχει; έγινε κάτι; Δεν σε νοιώθω καλά!
    - Κάθεσαι;
    - Κάθομαι!
    - Ναι, θέλω να πω, κινείσαι ή είσαι σταματημένος?
    - Σταματημένος μωράκι μου. τι τρέχει!
    - Μόνο αν με βεβαιώσεις ότι είσαι σταματημένος θα σου πω.
    - Έλα, σταματημένος είμαι. Λέγε επιτέλους. Με ανησυχείς.
    - Ακούω ακόμα τη μηχανή να δουλεύει. Σβήστην σε παρακαλώ.
    - Έλα, την έσβησα, λέγε. γύρισε το κλειδί και σίγησε ο τόπος.
    Πρόσεξε την ηρεμία γύρω του ο Φάνης και για μια στιγμή κοίταξε στον ορίζοντα.
    Ο ήλιος είχε ήδη χαθεί από τον ουρανό κι άφηνε πίσω του ένα ρόδινο χρωματάκι, όλο γλύκα και ζάχαρη.

  2. #2
    - Μ' ανησυχείς, το ξέρεις;
    - Ε, τι να κάνουμε, είναι για ν' ανησυχεί κανείς μ' αυτά που γίνονται! είπε η Αλεξάνδρα.
    - Θα μου πεις επιτέλους τι τρέχει;
    - Είμαι έγκυος.
    - Πώς; Ταρακουνήθηκε ο Φάνης.
    - Τι θα πει πώς; Δεν ξέρεις πώς γίνονται αυτά;
    - Μισό, μισό λεπτό. Κατάπινε τις λέξεις του, που πήγαιναν να βγουν από παντού από το σώμα του από τα μάτια, από το στόμα, από το στομάχι του, από την καρδιά του, από... μα πνίγονταν στο λαρύγγι του. Ένιωσε ότι ξαφνικά βάρυνε ολόκληρος.
    Τα πόδια του κόπηκαν, το σώμα του κάθισε μονοκόμματα λες, στη δερμάτινη σέλα της Shadow. Ξερόβηξε και προσπάθησε να νικήσει τους κόμπους στο λαιμό του.
    - Θέλω να πω…, αλλά δεν ήξερε τι να πει.
    - Θέλω να πω.
    Προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά η Αλεξάνδρα ακούστηκε ψυχραιμότερη στο τηλέφωνο.
    - Άκου. Δεν ξέρω αν είναι βέβαιο, πάντως μάλλον είναι!
    - Τι εννοείς; Τι θα πει δεν είναι βέβαιο αλλά μάλλον είναι;
    - Ο γιατρός εδώ που πήγα δεν μπόρεσε να το δει στο υπερηχογράφημα. Δυσκολεύτηκε.
    Αλλά μου είπε ότι είναι σίγουρος ότι το μωρό κοντεύει τους δύο μήνες.
    - Τι λες τώρα μωρό μου; Πώς είναι δυνατόν; Αφού προσέχαμε. Και πώς δεν το είδε δηλαδή το ….? Αλλά ο Φάνης δεν μπορούσε να συνεχίσει.
    - Το μωρό εννοείς.
    - Ναι, το μωρό! Δεν είναι εύκολο να το λες.
    - Τι θα γίνει τώρα;
    - Τι να γίνει; Δεν ξέρω! Δεν ξέρω τίποτα. Το πρωί θα πάρω το λεωφορείο και θα κατέβω Δράμα, να τα πούμε από κοντά.
    - Μα πώς έγινε;
    - Τι θα πει πώς έγινε ρε Φάνη; Τι θα πει πώς έγινε;
    - Μη θυμώνεις σε παρακαλώ. Είμαστε δυο χρόνια μαζί μωρό μου και ξέρεις ότι προσέχουμε μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Δεν μπορεί.
    - Τι θέλεις να πεις; Τι προσπαθείς να πεις; Ότι δεν είναι δικό σου; Αυτό προσπαθείς να πεις ρε Φάνη;
    - Όχι, όχι μωράκι μου! Δεν λέω αυτό.
    Κοίταγε γύρω του στα μπαλκόνια. Οι άνθρωποι κάθονταν έξω να δροσιστούν λιγάκι.
    Κάποιοι τον κοίταγαν και ίσως να άκουγαν τι έλεγε. Άλλωστε είχε αρκετή ησυχία στη γειτονιά και δεν ήταν δύσκολο να ακουστεί ο ήχος στα απέναντι μπαλκόνια.
    Κι αν κάποιος έστηνε και αυτί, θα μπορούσε να ακούσει ακόμα και τη φωνή της Αλεξάνδρας από το κινητό του Φάνη.
    - Άκου, είπε η Αλεξάνδρα και διέκοψε τη σκέψη του. Πρέπει να κλείσω.
    Πάω στο φροντιστήριο για τα γερμανικά. Πάρε με αργά το βράδυ στο σπίτι να τα πούμε.
    Αύριο το πρωί θα κατέβω Δράμα.
    Ψέλλισε ένα "ναι μωράκι μου", τόσο αργό, συρτό και δύσκολο που δεν καταλάβαινε αν το έλεγε αυτός ή κάποιος άλλος. Ήταν μουδιασμένος. Τα πόδια του ήταν κομμένα λες από τη ρίζα τους. Δεν ένιωθε τίποτα πια. Κάθισε κανονικά στη μοτοσυκλέτα του, γύρισε το κλειδί και γκάζωσε μέχρι που οι εξατμίσεις ξεσήκωσαν το χώμα στον αέρα κι ένας συναγερμός από αυτοκίνητο τσίριξε. Έριξε την πρώτη με θυμό κι ένας ξερός κρότος ακούστηκε από τα σίδερα της μηχανής. Γύρισε το γκάζι και έστριψε απότομα. Γύρισε πίσω στο δρόμο με τα καλαμπόκια μήπως και πάρει αέρα, που πνίγονταν λες και τον είχαν πιάσει από το λαιμό με δώδεκα θηλιές. Ο δρόμος όμως δεν του 'φτανε τώρα πια. Ήταν μικρός για να τον χωρέσει. Το μυαλό του γύριζε. Τα σκέφτονταν όλα και τίποτα.
    Βγήκε στον Αρκαδικό κι από κει προχώρησε προς την Ταξιαρχία. Μετά τα φανάρια έκοψε αριστερά για να βγει στην Ευξείνου Πόντου και σε χρόνο μηδέν έφτασε στη διασταύρωση του Ξηροποτάμου.
    Στην οδική σήμανση που 'γραφε "90", τεζάρισε το γκάζι κι έριξε τις ταχύτητες τη μια μετά την άλλη.
    Παρ' όλη την άπνοια, ο αέρας δυνάμωσε μετά τα 120 χιλιόμετρα . Δεν φόραγε κράνος και τα έντομα χτύπαγαν πάνω του λες και τον εμπόδιζαν να περάσει. Αλλά εκείνη την ώρα δεν υπολόγιζε τίποτα. Είχε σχεδόν κλειστά τα μάτια του και δεν έβλεπε καθαρά την άπλα του δρόμου μπροστά του. Ο αέρας τον σκούνταγε σαν να προσπαθούσε να τον κρατήσει στην αγκαλιά του, για πάντα.
    Για μια στιγμή άρχισε να δακρύζει, αλλά δεν ήξερε πια, αν έκλαιγε ή ήταν από την προσπάθεια του αέρα να μπει στο μυαλό του μέσα από τα μάτια του.

  3. #3
    Η επόμενη μέρα ήταν το ίδιο ζεστή, παρ' όλη την πρωινή δροσούλα που κυριαρχούσε στο τοπίο της πόλης που ξύπναγε.
    Το μήνυμα στο κινητό του ήταν από την Αλεξάνδρα: "Σε δέκα λεπτά είμαστε στο ΚΤΕΛ". Και λίγη ώρα αργότερα, βρίσκονταν στο πάρκο των Κομνηνών να πίνουν καφέ.
    Η δροσιά κάτω από τα δέντρα και η ησυχία, ήταν αρκετή για να ηρεμήσουν από την πολύβουη πόλη.
    Σε όλη τη διαδρομή από το ΚΤΕΛ μέχρι το πάρκο δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα.
    Η Αλεξάνδρα προσπαθούσε να απολαύσει τη μικρή βόλτα με τη Shadow κι ο Φάνης πρόσεχε να οδηγεί σωστά. Ή τουλάχιστον, ήταν μια δικαιολογία για να μην αρχίσει κάποιος πρώτος την κουβέντα.
    - Έκλεισα ραντεβού με τον γιατρό μου για το απόγευμα, είπε η Αλεξάνδρα.
    - Τι σκέφτεσαι να κάνεις; ρώτησε ο Φάνης κοιτάζοντας τα ποτήρια στο τραπέζι.
    - Εγώ τι σκέφτομαι; Εσύ δεν έχεις άποψη; ρώτησε η Αλεξάνδρα κάπως εκνευρισμένη.
    - Κοίταξε. Πιστεύεις πώς πρέπει να σου πω εγώ τι θα κάνεις;
    - Δεν νομίζεις ότι πρέπει να έχεις άποψη;
    - Φυσικά και έχω. Αλλά δεν φαντάζομαι ότι θα γίνει αυτό που θέλω εγώ.
    Στο κάτω - κάτω αυτό βρίσκεται στο δικό σου σώμα και όχι στο δικό μου.
    - Από το δικό σου όμως ξεκίνησε.
    - Άκου, δεν είναι ανάγκη να μαλώνουμε τώρα! Ότι κι αν αποφασίσεις αυτό θα γίνει,
    είπε ο Φάνης, αλλά κοντοστάθηκε.
    Δεν ξέρω.
    Το ξέρεις ότι σ' αγαπάω πολύ, συνέχισε.
    Αν αποφασίσεις να το κρατήσεις, το ξέρεις ότι θα σταθώ δίπλα σου και θα είμαι πάντα δίπλα σου. Με όποιον ρόλο.
    - Εννοείς να παντρευτούμε;
    Κάποιες φορές η Αλεξάνδρα ήταν απότομη σ' αυτό που ήθελε να πει, και δεν το έκρυβε.
    Ο Φάνης κόμπιασε για λίγο, αλλά σκέφτηκε ότι βρισκόταν μπροστά σ' ένα τεράστιο ντουβάρι, να υψώνεται ατελείωτο και να μην μπορεί να το υπερπηδήσει.
    - Αν αυτό πιστεύεις ότι είναι η λύση, ναι, δεν θα είχα αντίρρηση. Θα ήθελα να το κρατήσουμε.
    - Κι εγώ θα ήθελα να το κρατήσω, αλλά δεν είμαι για γάμους τώρα, έχω άλλο ένα χρόνο στη σχολή. Και ξέρεις ότι δεν μπορώ να τα παρατήσω. Και μετά θα έχω και μια καριέρα ν' ακολουθήσω.
    - Μάλιστα, είπε ο Φάνης και πήρε τα μάτια του από πάνω της.
    Ένιωσε ένα είδος απόρριψης από όλη αυτή την κουβέντα. ένα είδος απόρριψης, όχι για τον ίδιο προσωπικά, αλλά για ένα μέλλον που δεν επρόκειτο να έρθει.
    Είχε σκεφτεί το γάμο, αλλά όχι έτσι απότομα. Κι εκείνος δεν ένιωθε έτοιμος, αλλά, τι σημασία είχε τώρα πια τι σκέφτονταν;
    Απ' ότι καταλάβαινε από τα λόγια της Αλεξάνδρας, είχε ήδη αποφασίσει την τύχη του εμβρύου.
    Το απόγευμα, ο Φάνης βρέθηκε να περιμένει στον δροσερό θάλαμο αναμονής του γυναικολόγου, δίπλα σε μια έγκυο γυναίκα, ήρεμη και γλυκιά, κρατώντας το χέρι του άντρα της.
    Σκέφτονταν, τι δουλειά είχε αυτός εδώ μέσα. Δεν ήταν για τέτοια.
    Βαθιά μέσα του, ήξερε ότι δεν ήθελε να είναι συνεργός σε μια έκτρωση.
    Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό του, λέγοντας ότι έτσι κι αλλιώς, η τελική απόφαση είναι της Αλεξάνδρας, αν και τη στάση του αυτή, εκείνη δεν την καταλάβαινε.
    Τι άλλο μπορούσε να κάνει διάβολε;
    Της είπε ξεκάθαρα ότι θα είναι δίπλα της ότι κι αν αποφασίσει. Είχαν ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια δεσμού, αλλά η σχέση τους ήταν αρκετά δύσκολη.
    Αυτός ήταν από τα παιδιά που δεν ακολούθησαν σπουδές και δούλευε στη Δράμα.
    Η Αλεξάνδρα ήταν φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Και τώρα, στην ήδη φθαρμένη σχέση τους, ήρθε να προστεθεί και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

  4. #4
    - Εγώ πάντως είμαι αντίθετος μ' αυτό που σκέφτεσαι, ακούστηκε να λέει ο γιατρός στην Αλεξάνδρα, καθώς έβγαιναν από το ιατρείο.
    Αμίλητοι, χαιρέτησαν και προχώρησαν προς το ασανσέρ. Η ζέστη ήταν τρομερή.
    Όταν η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε πίσω τους, η Αλεξάνδρα ξέσπασε.
    - Καραμπινάτη εγκυμοσύνη, λέει. Και την πήραν τα κλάματα.
    Ο Φάνης την πήρε και την έκρυψε στην αγκαλιά του. Δεν έλεγε τίποτα. Τι να πεις τέτοιες ώρες; Τι να πεις;
    Σταμάτησε το ασανσέρ και έμειναν εκεί να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να της φιλάει τα μάγουλα, τα δακρυσμένα της μάτια.
    - Πάμε μια βόλτα με τη μηχανή σε παρακαλώ, είπε η Αλεξάνδρα.
    - Η κυρία Νικολαΐδου; ρώτησε μια γλυκύτατη νοσοκόμα.
    - Ναι, αποφάνθηκε η Αλεξάνδρα.
    - Είστε για την εξαγωγή; ρώτησε.
    - Ναι, είπε η Αλεξάνδρα με χαμηλωμένο το βλέμμα κοιτάζοντας τον Φάνη.
    Σηκώθηκε και τα χέρια της έπεσαν άψυχα μέσα από τα χέρια του.
    Η Αλεξάνδρα ακολούθησε τη νοσοκόμα και οι δυο τους χάθηκαν πίσω από μια πόρτα με θολό κρύσταλλο.
    Ο Φάνης προχώρησε προς την έξοδο της κλινικής για να πάρει αέρα.
    Η κλινική ήταν σ' ένα μικρό ύψωμα και η Θεσσαλονίκη κάτω βούιζε σαν ένα τεράστιο μελίσσι.
    "Να μπορούσα να φύγω τώρα", σκεφτόταν.
    Να μπορούσε να πάρει τη Shadow, να ρίξει την πρώτη και τα 1100 κυβικά της να χαθούν μέσα στις κυψέλες του πολύβουου μελισσιού.
    Ο αέρας να τον χτυπάει στο πρόσωπο και η σκόνη να κάνει σβούρες γύρω από το κεφάλι του. Οι εξατμίσεις να μπουμπουνίζουν και η βελόνα στο κοντέρ να καταπίνει τα χιλιόμετρα. Αέρας , αέρας, αέρας "αέραααα." φώναξε κοιτάζοντας από ψηλά τον λαμπερό Θερμαϊκό!
    Αλλά από τον αέρα που σκέφτονταν να απολαύσει, βρέθηκε μετά από λίγο στους ζεστούς διαδρόμους της μαιευτικής κλινικής.
    Τον οδήγησαν σε ένα δωματιάκι με δύο κρεβάτια κι ένα παραβάν στη μέση.
    - Εδώ είναι, του είπε η νοσοκόμα. Κάθισε λίγο δίπλα της. Σε καμιά ώρα θα έχει συνέλθει.
    Η Αλεξάνδρα στο κρεβάτι, ανάμεσα στα λευκά σεντόνια της κλινικής, διπλωμένη κυριολεκτικά στα δύο.
    Το κεφάλι της έπεφτε από το κρεβάτι και έσφιγγε τα μάτια της από τον πόνο και από την ζαλάδα της νάρκωσης. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και ιδρωμένα.
    Ο Φάνης δεν μπορούσε να καταλάβει αν η νεαρή όμορφη γυναίκα έκλαιγε από τον πόνο ή γι' αυτό που μόλις είχε κάνει μιας και δεν έβλεπε άλλη λύση.
    Είχε τα χέρια της ανάμεσα στα σκέλια της και σέρνονταν πάνω στο κρεβάτι από τη μια μεριά στην άλλη.
    Το αγόρι κάθισε δίπλα της και πήρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του.
    Το δωμάτιο μύριζε ενοχλητικά αν και είχε έναν υποτυπώδη κλιματισμό.
    Και για μια στιγμή, τρόμαξε.
    Αισθάνθηκε στο δωμάτιο την παγωμένη υποψία ενός θανάτου.
    Ενός θανάτου που δεν μπορούσε να προσδιορίσει για ποιον τριγύριζε εκεί.
    Για το έμβρυο που μόλις είχε ξεριζωθεί βίαια από τον ζεστό κόλπο της γυναίκας ή για τον ίδιο, που βρίσκονταν εκεί, χωρίς να ξέρει πια το γιατί.
    Αγαπούσε τόσο την Αλεξάνδρα.
    Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του για να μείνει μαζί της μερικές ημέρες, όσο να συνέλθει από την τραγωδία. Σκέφτονταν ακόμα αν ήταν σωστό ή λάθος αυτό που είχαν κάνει.
    Αλλά, τι σημασία είχε τώρα πια;
    Δεν της κρατούσε καμιά κακία για ότι είχε αποφασίσει.
    Άλλωστε, δεν μπορούσε πια να επέμβει στην προσωπική της ζωή, μιας και έμοιαζε πλέον παράταιρος δίπλα της, ένιωθε ότι εδώ ακριβώς όλα τέλειωναν.
    Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Φάνης είχε αναγκαστεί να ταξιδέψει για τη Θεσσαλονίκη χαράματα ακόμα.
    Τα 1100 κυβικά της μηχανής του μούγκριζαν πάνω στην άσφαλτο.
    Τα αλουμίνια της γυάλιζαν στο δροσερό πρωινό που μόλις παραμέριζε τη νύχτα.
    Λίγο πριν αποχωριστεί το Παγγαίο και το αφήσει πίσω του, επιβλητικό στο πρωινό του Αυγούστου, σταμάτησε για να κοιτάξει τον ήλιο να ξεπροβάλλει.
    Κάπνισε ένα τσιγάρο, φόρεσε το κράνος και έφυγε.

  5. #5
    Η Αλεξάνδρα και ο Φάνης δεν είχαν πια καμιά επαφή, κυρίως σωματική.
    Η νεαρή γυναίκα δεν μπορούσε πλέον να φανταστεί κάποιον να μπαίνει μέσα στο σώμα της, έστω κι αν αυτός ήταν ο νεαρός άντρας, που ήταν ο πρώτος της και μοναδικός εραστής που είχε μέχρι τώρα και που είχαν περάσει μαζί δυο ζαχαρωμένα χρόνια.
    Εκείνη προτίμησε να κλειστεί στον εαυτό της, κι εκείνος προτίμησε ν' αναζητήσει τη φυγή με τη μοτοσυκλέτα του.
    Η νύχτα που μόλις είχε τελειώσει, και η μέρα που αναδύονταν ζεστή από το δροσερό χώμα της Μακεδονίτικης γης, ήταν άλλη μια στιγμή του χρόνου στις αναζητήσεις του Φάνη για κάτι καλύτερο στη ζωή του.
    Κι όταν έλεγε κάτι καλύτερο, εννοούσε τα ταξίδια με τη μηχανούλα του.
    Να μπορούσε να ταξιδεύει όλη μέρα.
    Να μην σταματά παρά μόνο για να ποτίζει τη Shadow με βενζίνη και να συνεχίζει πάλι τον ατέλειωτο δρόμο για ένα απροσδιόριστο ταξίδι.
    Ουσιαστικά, για ένα φευγιό που τον κατάτρεχε.
    Ένα απροσδιόριστο φευγιό προς μια κατεύθυνση κι αυτή απροσδιόριστη.
    Να οδυσσεύεις και να οδυσσεύεσαι, ήταν το σύνθημά του!
    Το προηγούμενο βράδυ, μετά από μια συνεχή ανταλλαγή μηνυμάτων στα κινητά τους τηλέφωνα, και αφού είχαν πια οριστικά συμφωνήσει να χωρίσουν μερικές μέρες πριν, ο Φάνης ένιωσε ότι έπρεπε να πάει κοντά της να μιλήσουν.
    Η νεαρή γυναίκα, είχε πάψει να είναι το ανέμελο κοριτσόπουλο και δυσκολεύονταν να προσαρμοστεί στο ρόλο μιας γυναίκας που μόλις έπαιρνε σάρκα και οστά στο δικό της σώμα.
    Η συνάντησή τους όμως δεν είχε αποτέλεσμα.
    Μέσα στο ζεστό φοιτητικό δωμάτιο της Αλεξάνδρας, ο Φάνης συνάντησε μια γυναίκα που έκλαιγε και που τον παρακαλούσε να την αφήσει μόνη της.
    Τον παρακαλούσε να μην την αγγίξει. Του ζητούσε να φύγει. Του είπε ότι τον αγαπούσε ακόμα, αλλά έπρεπε να καταλάβει ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι πλέον μαζί.
    Δεν ήταν δυνατό να συνεχίσουν να είναι μαζί.
    Τη φίλησε παρά τη θέλησή της στα δακρυσμένα της μάτια και στα χείλια της.
    Της χάιδεψε τα μάγουλα για να στεγνώσει τα δάκρυά της.
    Σηκώθηκε, κοντοστάθηκε όρθιος από πάνω της σαν να ήθελε να κρατήσει την εικόνα της στην αγκαλιά του.
    Ήταν καθισμένη σ' ένα στρώμα που είχε στο πάτωμα για να κοιμάται.
    Τυλιγμένη με ένα πολύχρωμο σεντόνι με τα χρώματα του ήλιου που κρατούσε με τα χέρια της γύρω από τα πόδια της.
    - Σ' αγαπάω, της είπε και η κατάσταση είχε γίνει αφόρητα μελοδραματική.
    Δεν το άντεχε άλλο πια αυτό, δεν το άντεχε.
    Έφυγε.
    Ο δρόμος μπροστά του ανοίγονταν τεράστιος και φαρδύς.
    Λες και δεν υπήρχε άλλος δίπλα του.
    Λες και οι ταξιτζήδες δεν κόρναραν στα φανάρια, λες και δεν είχε μποτιλιάρισμα στην Εγνατίας, λες και η Θεσσαλονίκη ήταν κυριολεκτικά άδεια.
    Στο δρόμο της επιστροφής δεν ήξερε που πήγαινε.
    Ήταν τόσο μπερδεμένος μέσα του, που αν άρχιζε να ξετυλίγει το κουβάρι του δεν θα του έφταναν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να τελειώσει.
    Δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει, να πάει κάπου τόσο μακριά, ώστε να μην έβλεπε πια ποτέ ξανά κανένα γνωστό πρόσωπο, καμιά γνώριμη εικόνα από την πόλη του.
    Ασυναίσθητα πήρε το δρόμο για τη Δράμα.
    Ασυναίσθητα προχωρούσε και σταδιακά αύξαινε ταχύτητα.
    Μέχρι που αμέσως μετά τη Νέα Απολλωνία, εκεί στην λίμνη του Λαγκαδά, άρχισε να πετάει. Τα χωράφια από κάτω του καίγονταν στο κίτρινο καλοκαίρι κι εκείνος φώναζε στη μηχανή του: "Δώστα όλα μωρό μου, δώστα όλα.".
    Εκείνες τις στιγμές, ο Φάνης είχε ήδη καβαλήσει τον χρόνο κι ο αφιλότιμος, έτρεχε τόσο γρήγορα!
    "Στηρίξου μωρό μου, κράτα γερά μωρό μου.", φώναζε καθώς η Shadow είχε πιάσει τα 180 και τεζάριζε σαν κυνηγόσκυλο στην πρώτη του μυρωδιά στο πρώτο του κυνήγι.
    Τα χωράφια από κάτω του καίγονταν και οι μνήμες του αέρινες, ανακατεύονταν με κάτι απροσδιόριστα σχήματα που αιωρούνταν δίπλα του.
    Βρίσκονταν ήδη τόσο ψηλά στα σύννεφα, που κάτι αραχνοΰφαντες μορφές περνούσαν δίπλα του και του χαμογελούσαν.
    Η Shadow με τα 1100 κυβικά της άλλαζε συνέχεια χρώματα, από γαλάζια που ήταν είχε γίνει κόκκινη στο χρώμα της φωτιάς, πορτοκαλί στο χρώμα του ήλιου, μεγάλη και τεράστια κόκκινη σαν την πανσέληνο του Αυγούστου, κίτρινη σαν τον ήλιο, μαύρη σαν την ψυχούλα του και ξαναγυρνούσαν κύκλους τα χρώματα, οι ρόδες πετούσαν δίπλα του με κάτι μικρά λευκά φτεράκια, ο άξονας του διαφορικού τον προσπέρασε και το τιμόνι της τσόπερ, του 'σκασε ένα τεράστιο χαμόγελο καθώς τον αποχωρίζονταν.
    Βρίσκονταν ήδη στον αέρα, με τη μηχανή του να ταξιδεύει κι αυτή δίπλα του σε κομμάτια, κι ένιωθε ένα αιθέριο λευκό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο.
    Παρεμπιπτόντως, η εικόνα της Αλεξάνδρας δεν ήταν πουθενά σε όλη αυτή την ανακατωσούρα.
    Το μυστήριο που είχε να λύσει τώρα ταυτίζονταν με τη λέξη "ταξίδι".
    Άραγε, αυτό να ήταν το μεγάλο του ταξίδι;
    Αυτό να είναι που λένε όλοι οι τσοπεράδες "φυγή";
    Αυτή να ήταν γι' αυτόν η ώρα της απόλυτης φυγής;
    Ερωτήματα που μάλλον δεν θα έλυνε ποτέ, μιας και κάτι χέρια τον μάζευαν από το χώμα και τη σκόνη που μέσα τους είχε χαθεί.
    Εβδομάδες αργότερα, όταν συνέρχονταν στο νοσοκομείο και έβλεπε τα όμορφα μάτια της μητέρας του και των φίλων του, μάταια αναζητούσε να βρει την οικεία και αγαπημένη μορφή μιας νεαρής γυναίκας.
    Χαμογέλασε και κάποιος του είπε ότι ήταν πολύ τυχερός που είχε γλιτώσει μόνο με οχτώ σπασμένα χέρια και δώδεκα σπασμένα πόδια!
    Πάντα υπερβολικοί, όλοι τους!
    Αυτός όμως, ήξερε, ότι μόλις είχε διανύσει το μεγάλο ταξίδι της φυγής.
    Το μεγάλο ατέλειωτο ταξίδι, για το οποίο θα αναρωτιέται στην υπόλοιπη ζωή του αν έπρεπε να το ολοκληρώσει, αν έπρεπε να το είχε ξανακάνει, αν έπρεπε.
    Και την ώρα που καταλάβαινε ότι στη ζωή δεν μπορεί να υπάρχουν πρέπει, αλλά, πρέπει να την παίρνεις όπως έρχεται η κάθε μέρα, ρώτησε για την τσόπερ του.
    Κανείς δεν μπόρεσε να του απαντήσει τι ακριβώς είχε γίνει.
    - Εσύ να ‘σαι καλά. Του 'πε η μάνα του.





    Το κείμενο τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο, στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος που οργάνωσε η Λέσχη Μοτοσυκλετιστών ΠΗΓΑΣΟΣ Δράμας το καλοκαίρι του 2002 με τίτλο: "Η μοτοσυκλέτα, ο μοτοσυκλετιστής και το ταξίδι τους".
    Θανάσης Πολυμένης

  6. #6
    -Πάω με το λεωφορείο- Το avatar του/της Road67
    Εγγραφή
    20/06/2008
    Μηνύματα
    1.398
    Σιγουρα θα θεωρηθω ο κακος της υποθεσης μ' αυτο που θα πω παρακατω...

    Υπαρχουν εκει εξω πολλα παλικαρια που δε σπουδασαν, ''κακα παιδια'' τα φωναζουν κι απαραιτητο συμπληρωματικο της εικονας ενα CB, ενα τσοπερ, ενα μαυρο civic φτιαγμενο. Παιδια που δουλευουν και στη σκεψη τους εχουν να βγαλουν την ημερα, να γυρισουν σπιτι με λεφτα, να δωσουν ενα ιππο παραπανω στο εργαλειο, το μονο που ειναι παντοτε διπλα τους και κρυφη στενοχωρια τις σπουδες που δεν κανανε, γιατι δε διαβαζαν η γιατι δεν υπηρχαν λεφτα. Συχνα, επενδυουν και τα δινουν ολα σε 'κεινη την κοπελα που ερχεται στη ζωη τους, το παιζουν λιγο ζορικοι, λιγο στην απεξω, υιοθετουν κι ενα στυλακι περιθωριακου για να ταιριαζει με το ιματζ αλλα κατα βαθος τη λατρευουν. Σε παμπολλες περιπτωσεις μετα τα πρωτα του ερωτα, κοπελες σπουδασμενες που ειναι μαζι τους, μιλανε για καριερα, για μελλον, για σχεδια βατα για 'κεινες αλλα οχι γι' αυτον, σχεδια στα οποια δε φαινεται να κολλαει, δε φαινεται να χωραει κι επικρατει ηπια σνομπαρια. Κατι θα συμβει, μια ανεπιθυμητη εγκυμοσυνη, ενας συμφοιτητης με ... ''επιπεδο'' και το παλικαρι θα μεινει μονο του με το εργαλειο που παντα ειναι εκει, μπορει να υπαρχουν φιλοι με τους οποιους θ' ακουσει μουσικη, θα συζητησει, αλλα στο τελος της ημερας οταν ολα σιωπαινουν μονο το οχημα του που εχει θεοποιηθει, προσωποποιηθει θα τον ακουσει, θα ειναι εκει.
    ''Για ολους υπαρχει μια θεση στον ηλιο''... αλλα κανεις δεν εξηγησε πως αν στη διπλανη θεση καθεται καποιος που εχει κατι παραπανω, οσο συμπαθης κι αν εισαι, οσο καλος, οσο γλυκος, τελικα θα σε κοιταξει αφ' υψηλου και κανενας δεν το αντεχει αυτο για πολυ. Η αγαπη μπορει να σε κανει να μη το δεις, αλλα αργα η γρηγορα ο χωρισμος θα ερθει.
    Η μηχανη ειναι τροπος ζωης. Το αποδεικνυει ο αερας που αναπνεω, η ανεξαρτησια μου, η αισθηση πως μ' ''ακουει''...

    Honda Tact 50 1988, Honda C72 6V 1988, Honda MTX50R 1989, Suzuki GZ Marauder 125 2000, Kymco Hipster 125 2001, Yamaha XV250S Virago 1998, Honda CB400SF NC36, Yamaha FZ6 FI Fazer 2006, Yamaha Xmax250/YPR 2006, Honda VFR 800 Vtec, και τώρα...............................
    ----------------------> τίποτα!!
    σαν το λαλάκα πάω με το λεωφορείο

  7. #7
    καπιο μελος... Το avatar του/της soteas
    Εγγραφή
    31/07/2007
    Μηνύματα
    38
    πονεσανε τα ματια μου ρε π@υστη μου.



    δεν τα γλητονω τα πατομπουκαλα........





    Υ.Γ.

    και καλοταξιδο το V-STROMaki....
    καλητερο απο VARKADERaki.........
    γλυκια μικρη μου μανιβελα....

  8. #8
    Παλαιό μέλος Το avatar του/της alximistis
    Εγγραφή
    03/10/2005
    Μηνύματα
    3.093
    Αρχικά δημιουργήθηκε από Road67
    Σιγουρα θα θεωρηθω ο κακος της υποθεσης μ' αυτο που θα πω παρακατω...

    Υπαρχουν εκει εξω πολλα παλικαρια που δε σπουδασαν, ''κακα παιδια'' τα φωναζουν κι απαραιτητο συμπληρωματικο της εικονας ενα CB, ενα τσοπερ, ενα μαυρο civic φτιαγμενο. Παιδια που δουλευουν και στη σκεψη τους εχουν να βγαλουν την ημερα, να γυρισουν σπιτι με λεφτα, να δωσουν ενα ιππο παραπανω στο εργαλειο, το μονο που ειναι παντοτε διπλα τους και κρυφη στενοχωρια τις σπουδες που δεν κανανε, γιατι δε διαβαζαν η γιατι δεν υπηρχαν λεφτα. Συχνα, επενδυουν και τα δινουν ολα σε 'κεινη την κοπελα που ερχεται στη ζωη τους, το παιζουν λιγο ζορικοι, λιγο στην απεξω, υιοθετουν κι ενα στυλακι περιθωριακου για να ταιριαζει με το ιματζ αλλα κατα βαθος τη λατρευουν. Σε παμπολλες περιπτωσεις μετα τα πρωτα του ερωτα, κοπελες σπουδασμενες που ειναι μαζι τους, μιλανε για καριερα, για μελλον, για σχεδια βατα για 'κεινες αλλα οχι γι' αυτον, σχεδια στα οποια δε φαινεται να κολλαει, δε φαινεται να χωραει κι επικρατει ηπια σνομπαρια. Κατι θα συμβει, μια ανεπιθυμητη εγκυμοσυνη, ενας συμφοιτητης με ... ''επιπεδο'' και το παλικαρι θα μεινει μονο του με το εργαλειο που παντα ειναι εκει, μπορει να υπαρχουν φιλοι με τους οποιους θ' ακουσει μουσικη, θα συζητησει, αλλα στο τελος της ημερας οταν ολα σιωπαινουν μονο το οχημα του που εχει θεοποιηθει, προσωποποιηθει θα τον ακουσει, θα ειναι εκει.
    ''Για ολους υπαρχει μια θεση στον ηλιο''... αλλα κανεις δεν εξηγησε πως αν στη διπλανη θεση καθεται καποιος που εχει κατι παραπανω, οσο συμπαθης κι αν εισαι, οσο καλος, οσο γλυκος, τελικα θα σε κοιταξει αφ' υψηλου και κανενας δεν το αντεχει αυτο για πολυ. Η αγαπη μπορει να σε κανει να μη το δεις, αλλα αργα η γρηγορα ο χωρισμος θα ερθει.

    Νομίζω πως κακώς το τοποθετείς σε μορφή διάκρισης και νομίζω ότι το κάνεις και λίγο... μεροληπτικά. Διακρίνω νομίζω μία εικόνα λίγο "τα καυμένα τα παιδιά" και οι "κακές" οι κοπέλες οι οποίες θα τους παρατήσουν. Δεν θεωρώ πως είναι έτσι τα πράγματα. Συμφωνώ ότι ο χωρισμός θα έρθει αργά ή γρήγορα αλλά κακά τα ψέμματα... δεν μπορείς να μιλάς μόνο για μοτοσικλέτες αυτοκίνητα και άλογα. Είναι μονότονο το λιγότερο. Άσε που δείχνει και έλλειψη ενδιαφέροντος για άλλα ζητήματα. ΟΚ δηλαδή καλά αυτά αλλά υπάρχει και ένα όριο. Πες και τίποτε άλλο ρε φίλε για κανά σινεμά για καμιά ταινία για κάτι άλλο. Να σου πω και το χειρότερο; Όταν ασχολείσαι αποκλειστικά μόνο με άλογα και οχήματα τελικά... κακό στον εαυτό σου κάνεις. Όχι εσύ προσωπικά καταλαβαίνεις τι λέω. Αυτά τα "παιδιά" που λες θα μπορούσαν να ασχοληθούν με πολλά άλλα πράγματα. Κι όμως βάζουν τον εαυτό τους σε μία συγκεκριμένη θέση δημιουργώντας το πολύ γνωστό στις γυναίκες "καλό παιδί αλλά δεν έχει τι να πει".

    Και που σαι... το χειροτερότερο είναι... πως μιλάω εκ πείρας. Είναι κάτι που δυστυχώς το έκανα όταν πρωτοξεκίνησα να ανακαλύπτω τι εστί μοτοσικλέτα για μένα τουλάχιστον... αν και όχι έτσι ακριβώς αλλά ας το αφήσουμε στην άκρη.

    Τεσπα αρκετά το ανέλυσα. Την ιστορία την έχω ξαναδιαβάσει τη βρήκα πολύ καλή και για όποιον ενδιαφέρεται υπάρχει κι ένα βιβλίο το οποίο νομίζω πως βγήκε πρόσφατα και είναι διηγήματα με "ήρωες" μοτοσικλετιστές. Νομίζω μάλιστα ότι αναφέρεται και στο προηγούμενο τεύχος του μοτό.
    Τέρμα οι χαρές τα κεφάλια μέσα!

Παρόμοια θέματα

  1. Μέγαρα και το χάλι τους.
    από Toumpas στο forum Track Days
    Απαντήσεις: 238
    Τελευταίο μήνυμα: 18/07/2020, 12:43
  2. Μου το στειλανε με μελι......και το μοιραζομαι μαζι σας!!
    από almalibera στο forum Ανέκδοτα & χιούμορ
    Απαντήσεις: 3
    Τελευταίο μήνυμα: 28/04/2004, 19:32
  3. Το ταξίδι του μέλιτος...
    από Wizard13 στο forum Ανέκδοτα & χιούμορ
    Απαντήσεις: 0
    Τελευταίο μήνυμα: 17/02/2004, 10:10
  4. O Osama και το συγκρότημά του
    από Ora_Nihil στο forum Ανέκδοτα & χιούμορ
    Απαντήσεις: 0
    Τελευταίο μήνυμα: 05/02/2004, 12:30
  5. η πριγκίπισσα και το βατράχι
    από cityfly στο forum Ανέκδοτα & χιούμορ
    Απαντήσεις: 5
    Τελευταίο μήνυμα: 10/01/2004, 16:17

Κανόνες δημοσιεύσεων

  • Δεν μπορείτε να ανοίξετε νέο θέμα
  • Δεν μπορείτε να απαντήσετε
  • Δεν μπορείτε να επισυνάψετε αρχεία
  • Δεν μπορείτε να επεξεργαστείτε τα μηνύματά σας
  •  
  • Ο κώδικας ΒΒ είναι ΟΝ
  • Τα smilies είναι ΟΝ
  • Ο κώδικας [IMG] είναι OFF
  • Ο κώδικας [VIDEO] είναι OFF
  • Ο κώδικας HTML είναι OFF