Μετά την Βουδαπέστη είχα κανονίσει να περάσω από Σλοβακία να συναντήσω τον Μενέλαο (menos). Ακολούθησα λοιπόν μια πανέμορφη διαδρομή παράλληλα του Δούναβη και περνώντας μια γέφυρα, μπήκα στην Σλοβακία. Συνέχεια σε επαρχιακούς δρόμους μέχρι την Nitra, την πόλη στην οποία μένει ο Μενέλαος.
Οι δρόμοι στην Σλοβακία ήταν έρημοι. Έβλεπα πολύ λίγα οχήματα να κινούνται, γεγονός που προκαλούσε ένα περίεργο συναίσθημα. Απόλυτα μόνος, σε μια χώρα για την οποία ξέρω ελάχιστα, σε μικρούς πανέμορφους καταπράσινους επαρχιακούς δρόμους χωρίς αναλυτικό χάρτη και χωρίς πολλές πινακίδες. Δεν γαμιέται, “All those who wander are not lost”, πάμε προς τα εκεί.
Τελικά βρίσκω εύκολα την Nitra και τον Μενέλαο και καθόμαστε στην πλατεία για μια μπυρίτσα. Αφού μου έδωσε μια γενική εικόνα για την χώρα, συζητήσαμε για ταξίδια, διαδρομές και γενικά περί των πάντων, είπαμε να πάμε προς Bratislava. Στον δρόμο κάναμε μια στάση στο Senec, για να δω πως περνάνε τις διακοπές τους οι Σλοβάκοι. Η περιοχή έχει μια πανέμορφη και πεντακάθαρη λίμνη στην οποία υπάρχουν καφετέριες , ξενοδοχεία, bar και τα σχετικά. Η παραλία που πήγαμε ήταν γεμάτη κόσμο, όπως και όλη η περιοχή, και πραγματικά με χάλασε που ήμουν με όλον τον εξοπλισμό και όχι με ένα μαγιό. Στην καφετέρια που κάτσαμε, η οποία ήταν πάνω στο νερό, ήπια και την φθηνότερη μπύρα του ταξιδιού, 0,75 ευρώ. Μετά από την γαλήνη και την ξεκούραση που προσέφερε το Senec, πήγαμε Bratislava.
Η Bratislava ήταν κι αυτή ήσυχη πόλη παρόλο που είναι η πρωτεύουσα. Αυτό έχει να κάνει με τον συνολικό πληθυσμό της Σλοβακίας ο οποίος είναι γύρω στα 5,5 εκατομμύρια διασκορπισμένα σε όλη την χώρα. Ένα γρήγορο φραπεδάκι στην ελληνική καφετέρια “areso” και ένα μικρό sightseeing στην παλιά πόλη. Η Bratislava δεν ήταν μια εντυπωσιακή πόλη, ήταν όμορφη και απλή, όπως και το υπόλοιπο κομμάτι της Σλοβακίας που είδα. Ήθελα να είμαι στην Βιέννη το βράδυ, οπότε δεν κάτσαμε για φαγητό. Πήγαμε παρέα με τον Μενέλαο μέχρι τα σύνορα οπού χαιρετηθήκαμε και είπαμε φυσικά πως θα τα ξαναπούμε κάπου, κάποτε.
Στο μικρό κομμάτι της εθνικής που οδηγεί στην Βιέννη, κοιτάω τον δρόμο μπροστά μου και σε κάθε λωρίδα , πάνω στην άσφαλτο, γράφει μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη. Bratislava, Wien, Brno και από πάνω τους βελάκια για το ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσεις.
Εκεί, έχοντας μπροστά μου αυτές τις επιλογές, πάνω στην μηχανή μου, έχοντας αφήσει πίσω έναν συνάδελφο μοτοσικλετιστή ταξιδιώτη, με την δροσιά της νύχτας να έχει αντικαταστήσει την αφόρητη ζέστη, ένοιωσα μια μεγάλη αίσθηση ελευθερίας. Τέτοιες μικρές στιγμές ήταν που μου θύμιζαν γιατί κάνω αυτό το ταξίδι. Κάποια στιγμή συνηθίζεις την αίσθηση του ταξιδιού και του αγνώστου και βασίζεσαι σε τέτοιες μικρές συνειδητοποιήσεις για να «γυρίσουν» κάτι στο κεφάλι σου και να σε γεμίσουν πάλι με αυτήν την ακατανόητη, απροσδιόριστη αίσθηση χαράς που έχεις όταν ταξιδεύεις με την μηχανή σου.
Από τους 3 προορισμούς που βρισκόντουσαν μπροστά στα λάστιχα μου, πήγαινα στην Βιέννη. Στην Βιέννη μένει ο Manfred, ένας οικογενειακός φίλος ο οποίος θα με φιλοξενούσε για 2 μέρες γιατί μετά κατέβαινε Ελλάδα για τις διακοπές του. Αφού βρήκα το σπίτι του εντυπωσιακά εύκολα (όταν στρίβεις σε τυχαίους δρόμους σε μια πόλη που δεν έχεις ξαναπάει ποτέ και βρίσκεις την οδό που ψάχνεις αισθάνεσαι πολύ ωραία), τακτοποιήθηκα και βγήκαμε για μια γρήγορη βραδινή βόλτα στην Βιέννη.
Η Βιέννη, ενώ είναι μια αρκετά όμορφη πόλη, μου φάνηκε λίγο «βαριά». Όλα αυτά τα μνημεία, τα κτήρια, τα παλάτια, τα πάρκα, οι κατοικίες μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας (Mozart, Einstein, Freud και τόσοι άλλοι) μου προκαλούσαν ένα δέος το οποία δεν ταίριαζε με την διάθεση που είχα στο ταξίδι. Κάναμε μια αρκετά εκτενή ξενάγηση σε όλη την πόλη με το αυτοκίνητο του Manfred, και πήγαμε σε έναν λόφο που προσφέρει μια απίστευτη θέα όλης της πόλη καθώς και σε ένα μοναστήρι λίγο έξω από την Βιέννη. Το δάσος στην διαδρομή προς το μοναστήρι είναι το πυκνότερο που έχω δει ποτέ, τα δέντρα σχεδόν ακουμπούσαν το ένα το άλλο.
Εκεί θυμήθηκα τις ιστορίες που μας έλεγε ο Μανωλίδης για τον αγώνα Erzberg Rodeo στον οποίο είχε τρέξει και τους περίεργους κανονισμούς που έχουν οι Αυστριακοί για το δάσος. Μας έλεγε πως δεν επιτρέπεται τα φορτηγά να οδηγάνε την νύχτα σε βουνίσιους δρόμους γιατί «κοιμάται το δάσος» και πως αν θες να πας βόλτα με τα πόδια πρέπει να φοράς ειδικά παπούτσια.
Ακολούθησε ένα παραδοσιακό Αυστριακό γεύμα με λουκάνικα, καπνιστό χοιρινό και διάφορα λαχανικά τουρσί, και άλλη μια βόλτα στο κέντρο της Βιέννης, αυτή τη φορά με τα πόδια. Το επόμενο πρωί είχε πρωινό ξύπνημα γιατί ο Manfred έπρεπε να πάει στο αεροδρόμιο. Αφού τον αποχαιρέτησα και του ζήτησα να μεταφέρει τις ευχές μου και τα νέα μου στην Ελλάδα άρχισα την άνοδο προς Πράγα. Ο καιρός απειλητικός αλλά τελικά γλύτωσα το βρέξιμο. Οι επαρχιακοί της Αυστρίας είναι πολύ ωραίοι αλλά είχαν έντονη την παρουσία της αστυνομίας, οπότε όριο και απόλαυση της διαδρομής.