Οι βροχές σώπασαν. Κι ένας προτρεπτικός ήλιος, καρτερικά σκεπάζει τους ελληνικούς δρόμους. Κι η χαρά όλων μας μεταμορφώνεται σε χρυσαλλίδα και απλώνεται, δίχως άλλο, στο καλοκαίρι της σιωπής. Τα ταξίδια άρχισαν. Κι οι μηχανές ξεχύθηκαν στους δρόμους, να ψάχνουν κάποια αλήθεια. Ωστόσο, η αλήθεια κρύβεται όταν της βάζουμε ταμπέλες. Την βιάζουμε ασύστωλα. Και χωρίς να το ξέρουμε, την εμποδίζουμε να ξεφύγει από τον αβλέμονα της αλαργινής σιγής...
Απευθύνομαι σε όλους αυτούς, που βάζουν καθημερινά δημιουργικές «ταμπέλες», ανάλογα με τις ορέξεις, για να μην ρουτινιάζουν. Τι σημαίνει «είμαι στριτάς», «εντουράς», και πάει λέγοντας? Δεν το χωράει ο νούς μου. Οι περισσοτεροι, βάζουν μια ταμπέλα στο άτομό τους. Αναρωτήθηκα άποιρες φορές...δεν είναι «δήθεν», η οποιαδήποτε ταμπέλα? Είναι σαν να ρυμουλκεί κανείς τον εαυτό του, να ακολουθήσει κάτι το καθορισμένο και αποδεκτό τόσο από τον ίδιο όσο και από άλλους. Βέβαια, αυτό συμβαίνει, χωρίς να υπάρχει κάποια άλλη διασάφηση ή επεξήγηση συναισθημάτων.
Η χωματοκατάσταση, αποτελεί μαγεία! Θαρρώ πώς είναι ένα απαράβλητο χάσιμο, μέσα στην Ελληνική ομορφιά, που φαντάζει πράσινη. Η άσφαλτος πάλι, διαθέτει τη δική της γοητεία! Πώς μπορεί λοιπόν ο οποιοσδήποτε να προσδιορίσει και να συγκεκριμενοποιήσει το συναίσθημα της μηχανής? Τις διαχωριστικές γραμμές, εμείς οι άνθρωποι τις τοποθετούμε. Μόνο και μόνο για να αισθανθούμε ότι ανήκουμε σε μια ομάδα, παρέα ή κλίκα. Η ανάγκη να γίνουμε αποδεκτοί.
Η «κάθε» μηχανή, έχει τον τρόπο της να μάς ξεναγεί σε κόσμους λατρεμένους, όπου ο κάθε κόσμος γνωρίζει κρυφά μονοπάτια. Ας τα ακολουθήσουμε, χωρίς να τα καταδικάζουμε σε μια αβέβαιη άρνηση.