Τέλη Αυγούστου του 2012 η Έλενα και εγω φθάσαμε στο Buenos Aires για να ταξιδέψουμε με την μοτοσικλέτα μας στους δρόμους της Νοτίου Αμερικής. Κόντρα σε κάθε λογική που υπαγορευόταν απο την επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα, η απόφαση είχε παρθεί πολύ καιρό πριν. Το γιατί δεν θα μπορούσε να αποδωθεί καλύτερα από τον Sterling Hayden:
To be truly challenging, a voyage, like a life, must rest on a firm foundation of financial unrest. Otherwise, you are doomed to a routine traverse, the kind known to yachtsmen who play with their boats at sea… “cruising” it is called. Voyaging belongs to seamen, and to the wanderers of the world who cannot, or will not, fit in.
“I’ve always wanted to sail to the south seas, but I can’t afford it.” What these men can’t afford is not to go. They are enmeshed in the cancerous discipline of “security.” And in the worship of security we fling our lives beneath the wheels of routine – and before we know it our lives are gone.
What does a man need – really need? A few pounds of food each day, heat and shelter, six feet to lie down in – and some form of working activity that will yield a sense of accomplishment. That’s all – in the material sense, and we know it. But we are brainwashed by our economic system until we end up in a tomb beneath a pyramid of time payments, mortgages, preposterous gadgetry, playthings that divert our attention for the sheer idiocy of the charade.
The years thunder by, The dreams of youth grow dim where they lie caked in dust on the shelves of patience. Before we know it, the tomb is sealed.
Where, then, lies the answer? In choice. Which shall it be: bankruptcy of purse or bankruptcy of life?
― Sterling Hayden, Wanderer
Νότια Αμερική λοιπόν. Γιατί όχι? Ξέραμε ότι δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, αλλά ποιος είπε ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα εύκολα? Δυσκολίες υπήρξαν αρκετές τόσο κατά την προετοιμασία όσο και κατά την εξέλιξη του ταξιδιού.
Όμως η μεγαλύτερη δυσκολία για την υλοποίηση ήταν η ίδια η απόφαση για το ταξίδι. Ο προϋπολογισμός μας έδειχνε πως όταν θα επιστρέφαμε θα ήμασταν ουσιαστικά με μηδέν στο υπόλοιπο των λογαριασμών μας στη τράπεζα. Σε μιαν άλλη εποχή, αυτό ίσως να μην συνιστούσε πρόβλημα. Στην Ελλάδα του σήμερα όμως κάτι τέτοιο αρκεί για να πεις ότι πρέπει να «κάτσεις φρόνιμα», ιδιαίτερα όταν έχεις συνηθίσει αλλιώς. Χωρίς δουλειά εγώ από το Μάιο του ’12, είχα να διαλέξω αν θα κλεινόμουν μέσα φυλώντας ένα ένα τα αυγά μου και περιμένοντας να περάσει μια κρίση που άλλοι έφτιαξαν για μας ή αν θα έκανα πράξη το όνειρο. Η Έλενα είχε δουλειά, οπότε το ταξίδι για εκείνη πρακτικά ισοδυναμούσε με παραίτηση. Μια δυνατή απόφαση. Επίσης χωρίς εισόδημα και απόντες για τόσο διάστημα θα χρειαζόταν να εγκαταλείψουμε τη στέγη μας, να ξενοικιάσουμε. Με την ολοκλήρωση του ταξιδιού λοιπόν, θα γυρνούσαμε άνεργοι σε μια χώρα που δεν προσφέρει ευκαιρίες, με άδεια πορτοφόλια και χωρίς σπίτι.
Έπρεπε να βγούμε έξω από τη ιδεατή σφαίρα της βόλεψης μας, έξω από την ασφαλή ζώνη του σπιτιού, της δουλειάς (ή μήπως της δουλείας?), έξω από τη τρομοκρατία των media, τη προπαγάνδα του συστήματος που μας θέλει σε αγωνία για το αύριο, ευνουχισμένους, ανήμπορους και άβουλους από το φόβο για το τι μας ξημερώνει. Έπρεπε να θυμηθούμε πως είναι να διψάς για ζωή. Επιλογή!
Προχωρήσαμε. Με περιορισμένο budget, χωρίς σπόνσορες ή ταμπέλες, μόνο με τα δικά μας εφόδια. Αυτό φυσικά επέδρασε στο τρόπο που ταξιδέψαμε. Κατασκηνώναμε όπου μπορούσαμε ή μέναμε σε τελευταίας κατηγορίας καταλύματα χωρίς ανέσεις, κάποιες φορές χωρίς καν τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. Μαγειρεύαμε το φαγητό μας ή τρώγαμε στα πιο φθηνά συνοικιακά μαγειρεία με τους ντόπιους ή στις τοπικές αγορές, στους δρόμους, αποφεύγοντας σκόπιμα ορισμένα τουριστικά στέκια τα οποία πολλές φορές ήταν ακριβά, ανούσια και κάθε άλλο παρά γνήσια αντιπροσωπευτικά δείγματα του Νέου Κόσμου.
Αυτή η επιλογή όμως μας έδωσε κάτι. Ήρθαμε πιο κοντά στο τόπο αυτό που επισκεφθήκαμε. Στον πραγματικό νοτιοαμερικάνικο τρόπο ζωής. Είδαμε το αυθεντικό. Ζήσαμε από πολύ κοντά τη φτώχεια στην Βολιβία, στο Περού και συνειδητοποιήσαμε πόσα «πολλά» και περιττά έχουμε στη καθημερινότητα μας, πόσο υπερφίαλοι γινόμαστε, και εν τέλει εκτιμήσαμε τα απλά πράγματα. Αυτά που έχουμε ξεχάσει.
Επίσης, αυτή η επιλογή του τρόπου ταξιδιού και η θέληση να γνωρίσουμε το αυθεντικό μας έφερε αντιμέτωπους με δοκιμασίες. Φτάσαμε στα όρια μας, σωματικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά. Μάθαμε πράγματα για τους εαυτούς μας. Το αν γίναμε καλύτεροι, αυτό θα το κρίνουν όσοι μας ξέρουν από κοντά, οι δικοί μας άνθρωποι.